Αρειανισμός και Μέγας Αθανάσιος
2018


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ιδρύθηκε η Εκκλησία, είχε να αντιμετωπίσει μεγάλους κινδύνους. Κάποιοι αφορούσαν την εν χρόνω υπαρξιακή ιστορικότητά της και άλλοι την αυθεντικότητα της διδασκαλίας της. Στην πρώτη περίπτωση ανήκουν οι διωγμοί που υπέστη τόσο από το ιουδαϊκό ιερατείο, όσο και από το ρωμαϊκό κατεστημένο, ενώ στην δεύτερη περίπτωση ανήκει η εμφάνιση των αιρέσεων, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους αιώνες, αφού η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας δεν είχε αναπτυχθεί, με αποτέλεσμα ένα πλήθος ερωτημάτων να βασανίζει τους θεολογούντες αλλά και τους απλούς πιστούς. Ένας επιπλέον λόγος για την εμφάνιση τόσων αιρέσεων, υπήρξε και το πολιτιστικό και διανοητικό έδαφος πάνω στο οποίο φύτρωσε και αναπτύχτηκε η χριστιανική πίστη. Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό δεν υπήρξε καθόλου εύκολη.
Την εποχή αυτή συνειδητοποιείται η επιτακτική ανάγκη να διατυπωθεί με σαφήνεια η δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στα ακανθώδεις ζητήματα της Τριαδολογίας και της Χριστολογίας, αφού ο κίνδυνος παραχάραξης της ορθόδοξης πίστης ήταν εξαιρετικά μεγάλος. Την αφορμή έδωσαν οι ποικίλες αιρέσεις που εμφανίστηκαν, κυριότερη των οποίων, κατά τον 4ο αι., ήταν ο Αρειανισμός. Ο Άρειος υπήρξε πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια κατά το πρώτο μισό του 4ου αι. Από τους ερευνητές, πιθανότερος τόπος γεννήσεως του αναφέρεται η Λιβύη. Οι πόλεις όμως που τον στιγμάτισαν περισσότερο ήταν η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και η Αντιόχεια της Συρίας, όπου εκείνη την εποχή ήταν τα μεγαλύτερα πολιτιστικά και διανοητικά κέντρα,στα οποία και σπούδασε.[1]Οι διδασκαλίες του, ταλαιπώρησαν σε μεγάλο βαθμό την Εκκλησία, αφού καταργούσαν την αιώνια ύπαρξη της Αγίας Τριάδας, μέσα από την υποταγή του Υιού και του Α.Πνεύματος στον Πατέρα, αλλοίωναν την Χριστολογία με την άρνηση της θείας φύσης του Χριστού και την δοκητιστική θεώρηση της ανθρώπινης, ενώ καθιστούσαν μετέωρη και επί της ουσίας άτοπη την Σωτηριολογία της Εκκλησίας.[2]
Με αφορμή την εμφάνιση του αρειανισμού, θεολόγησε ο Μ. Αθανάσιος, ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Ορθοδοξίας. Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το 295 μ.Χ., όπου και σπούδασε την Αγία Γραφή, αλλά και θύραθεν παιδεία.[3]Σε νεαρή ηλικία έγινε γραμματέας του επισκόπου Αλεξανδρείας Αλέξανδρου, τον οποίον με αυτή την ιδιότητα συνόδευσε στην Α΄οικουμενική Σύνοδο της Εκκλησίας το 325μ.Χ. στην Νίκαια της Βιθυνίας[4] και τον οποίο διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο μετά τον θάνατό του, λίγα χρόνια αργότερα.[5]Στον αγώνα του για την αντιμετώπιση της αίρεσης του Αρειανισμού, δεν δείλιασε ούτε στιγμή, παρότι υπέστη διώξεις, πάμπολλες εξορίες, κατασυκοφαντήσεις και αφάνταστες ταλαιπωρίες.[6] Έγραψε πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων και οι λόγοι «κατά Ἐλλήνων», «περί τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Λόγου», «Λόγοι κατά τῶν Ἀρειανῶν», «Ἀπολογητικός κατά Ἀρειανῶν», ασκητικά συγγράμματα και πολλές επιστολές.[7]
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΑΡΕΙΑΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
1.Ο μονοθεϊσμός του Αρείου και οι τριαδολογικές συνέπειές του................................5
2.Η σχέση Πατρός ,Υιού και κόσμου............................................................................7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
1.Η σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού............................................................................10
2.Η σχέση Θεού-κόσμου..............................................................................................12
3.Επιπτώσεις στην Χριστολογία και Σωτηριολογία της Εκκλησίας............................14
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.....................................................................................................17
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.........................................................................................................18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Η ΑΡΕΙΑΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
1.Ο μονοθεϊσμός του Αρείου και οι τριαδολογικές συνέπειές του
Για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την δογματική παρέκκλιση του Αρείου, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το περιβάλλον στο οποίο καλλιεργήθηκε η σκέψη του, η οποία φαίνεται σαν να ακροβατεί ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των δύο σχολών της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, όπου και σπούδασε. Η σχολής της Αντιόχειας κινούνταν περισσότερο γύρω από τον χώρο του Ιουδαϊκού μονοθεϊσμού, ενώ η σχολή της Αλεξάνδρειας σχετίζονταν με την ελληνική σκέψη και τον Πλατωνισμό.[1] Εύστοχα ο Σ. Παπαδόπουλος επισημαίνει, πως ο Άρειος υπήρξε περισσότερο κοσμολόγος παρά θεολόγος,[2] επιβεβαιώνοντας κατά τον τρόπο αυτόν την μεγάλη επιρροή του ελληνισμού στην διδασκαλία του Αρείου. Από την άλλη πλευρά, η σχολή της Αντιόχειας φαίνεται να βοήθησε στην δημιουργία της δογματικής προϋπόθεσης του απόλυτου μονοθεϊσμού και της απλότητας της θείας ουσίας.
Όσον αφορά στα πρόσωπα που φαίνεται πως επηρέασαν τον Άρειο, θα πρέπει να αναφερθεί η περίπτωση του Λουκιανού της Αντιόχειας αλλά και του Ωριγένη. Κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του Λουκιανού, ήταν ο απόλυτος μονοθεϊσμός του. Πίστευε ότι ο Θεός ήταν ένας, μόνος, αγέννητος και αϊδιος, ενώ η Σοφία και ο Λόγος ήταν απρόσωπες δυνάμεις Του.[3] Κατά συνέπεια ο Λόγος δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να βρίσκεται στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με τον Πατέρα. Από την άλλη, η Τριαδολογία του Ωριγένη, έθετε βασικά θεολογικά ζητήματα, τα οποία φαίνεται ότι απασχολούσαν έντονα τον Άρειο και στα οποία προσπάθησε να απαντήσει με την διδασκαλία του.
Ο Άρειος, όπως φαίνεται και από τον πρόλογό του στην «Θάλεια», δεν είχε την αίσθηση ότι με αυτά που δίδασκε καινοτομούσε. Θεωρούσε ότι βρίσκονταν μέσα στα πλαίσια της παράδοσης. Για να το αποδείξει αυτό, χρησιμοποιούσε εδάφια από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τα οποία όμως ερμήνευε με σκοπό να εξυπηρετήσει την ορθότητα των δογματικών του προϋποθέσεων και με βάση την κοινή λογική. «Ἄκουε, Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι·»[4]και «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ»[5], «Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ»[6], «εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός»[7]και «αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν».[8]Λαμβάνοντας υπόψη τις προϋποθέσεις που κληρονόμησε από την Αντιοχειανή σχολή, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Άρειος ερμήνευσε τα παραπάνω βιβλικά χωρία, ώστε να φθάσει στην φράση: «Ἦν γάρ, φησί, μόνος ὁ Θεός, και οὔπω ἦν ὁ Λόγος και ἡ σοφία»[9].
Από την άλλη μεριά, η ωριγενική Τριαδολογία, αντί να δώσει μία απάντηση στο πρόβλημα της ουσίας της Τριάδας και της φανέρωσής της στον κόσμο, δημιούργησε περισσότερη σύγχυση[10].Το πρόβλημα που τέθηκε στηρίχθηκε στην λογική ιδέα της αμεταβλησίας και στην απουσία χρονικής εξέλιξης της θείας ουσίας. Εφόσον ο Θεός είναι δημιουργός, πως είναι δυνατόν κάποτε να μην ήταν δημιουργός; Άρα, ο κόσμος πρέπει να είναι αιώνιος, ώστε να διασφαλίζεται με τον τρόπο αυτόν και η αιωνιότητα του Θεού ως δημιουργού, διδασκαλία στην οποία κατέληξε τελικά ο Ωριγένης. Ο Άρειος, λόγω των δογματικών του προϋποθέσεων, δεν θα μπορούσε ποτέ να δεχθεί την αιωνιότητα του κόσμου, γιατί αυτό θα οδηγούσε στην θεοποίησή του και άρα σε ειδωλολατρία και πολυθεϊσμό. Έτσι προτίμησε το «Οὐκ ἀεὶ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἦν· ἀλλ' ἦν ὅτε ὁ Θεὸς μόνος ἦν, καὶ οὔπω Πατὴρ ἦν ὕστερον δὲ ἐπιγέγονε Πατήρ».[11]Με αυτόν τον τρόπο, διαφύλαξε την απλότητα της θ.ουσίας, εισήγαγε όμως το άτοπο της χρονικής εξέλιξης στην έννοια του Θεού. Από εκεί και πέρα, οι τριαδολογικές αλλοιώσεις στην διδασκαλία της Εκκλησίας ήταν αναπόφευκτες. Εφόσον ο Πατέρας δεν ήταν πάντοτε Πατέρας, η Τριάδα ήταν κάποτε Μονάδα, η οποία εξελίχθηκε σε Τριάδα, πράγμα που υπονοεί ατέλεια.[12] Ο Άρειος επί της ουσίας απέρριψε την τριαδικότητα του Θεού. Η απάντηση στην αιρετική αυτή άποψη δόθηκε με την θεολογία του Μ. Αθανασίου, πυρήνας της οποίας υπήρξε η διάκριση μεταξύ κτιστού- άκτιστου, αϊδίου και οικονομικής Τριάδας[13],θεολογίας και οικονομίας,[14] σε αντίθεση με τον Άρειο που δεν μπόρεσε να κάνει την διάκριση αυτή.
2.Η σχέση Πατρός ,Υιού και κόσμου
Η σχέση Πατρός και Υιού στην διδασκαλία του Άρειου, κατανοείται λαμβάνοντας υπόψη δύο βασικές προϋποθέσεις. Την άποψή του για τον μερισμό της θ. ουσίας και την σχέση του Θεού με τον κόσμο. Όσον αφορά στην πρώτη προϋπόθεση, ο Υιός δεν μπορεί να είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα, γιατί αυτό θα συνιστούσε κατάργηση της απλότητας της θείας ουσίας και διαίρεσή της.[15] Ακολούθως, θεωρεί ότι η αγεννησία είναι ένα χαρακτηριστικό που μπορεί να έχει μόνο ο Θεός, ταυτίζοντας την αγεννησία με την θεότητα.[16] Η μη κατανόηση από τον Άρειο της διαφοράς μεταξύ των όρων «γέννηση», «γένεση» και «δημιουργία» είναι προφανής. Η «γέννηση» προέρχεται από το ρήμα «γεννάω»[17] και δηλώνει την ομοουσιότητα του γεννηθέντος με τον γεννήτορά του.[18]Η λέξη «γένεση» προέρχεται από το ρήμα «γίγνομαι»[19] και σχετίζεται με τον όρο «δημιουργία», δηλώνει δηλαδή την δημιουργία ενός φαινομένου και την εξέλιξή του, είτε από ένα προϋπάρχων υλικό, είτε εκ του μηδενός.[20]Οι Αρειανοί συνέχεαν τους δύο όρους και εκλάμβαναν την «γέννηση» ως «γένεση».[21]
Παράλληλα, όπως ορθά επισημαίνει ο Σ.Παπαδόπουλος, ο Άρειος κάνει το λάθος να εφαρμόσει την αρχή της αναλογίας στις ενδοτριαδικές σχέσεις. Έτσι φθάνει στο συμπέρασμα ότι όπως στο ανθρώπινο γένος ο πατέρας προηγείται χρονικά του παιδιού, έτσι και ο Θεός -Πατήρ προηγείται του Υιού.[22] Κατά συνέπεια, υποστηρίζει την υποταγή των δυο προσώπων της Αγίας Τριάδας στο θέλημα του Πατρός,[23] θεωρώντας ότι έτσι εξασφαλίζει την ενότητα Του. Και για να το στηρίξει αγιογραφικά, επικαλείται το «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ».[24]Με άλλα λόγια ο Υιός είναι κτίσμα, το οποίο δημιουργήθηκε εκ του μηδενός όπως και όλα τα κτίσματα.[25] Δεν είναι φύσει Θεός, αφού δημιουργήθηκε με την βούληση του Πατέρα,[26]αλλά το τελειότερο κτίσμα, το οποίο θεώθηκε κατά χάριν, παρερμηνεύοντας το βιβλικό εδάφιο, «διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων».[27]
«Ἦν γὰρ, φησὶ, μόνος ὁ Θεὸς, καὶ οὔπω ἦν ὁ Λό γος καὶ ἡ σοφία. Εἶτα θελήσας ἡμᾶς δημιουργῆσαι, τότε δὴ πεποίηκεν ἕνα τινὰ, καὶ ὠνόμασεν αὐτὸν Λόγον, καὶ Σοφίαν καὶ Υἱὸν, ἵνα ἡμᾶς δι' αὐτοῦ δημιουργήσῃ.»[28] Στο σημείο αυτό, αντιλαμβανόμαστε την δεύτερη βασική προϋπόθεση του Αρείου για την οποία μιλήσαμε παραπάνω. Την σχέση του Θεού με τον κόσμο. Η άπειρη οντολογική ετερότητα του Θεού σε σχέση με την κτίση, δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το γεγονός της δημιουργίας της. Προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα, εκμεταλλεύεται τις πλατωνικές του επιρροές και αποδίδει στον Λόγο, τον ρόλο του μεσίτη.[29] Με αυτόν τον τρόπο όμως, αφενός υποτιμά τον Υιό, αφού η ύπαρξή Του δικαιολογείται αποκλειστικά και μόνο για την δημιουργία του κόσμου, αφετέρου καταργεί την παντοδυναμία του Θεού, εφόσον η δημιουργική Του ικανότητα εξαρτάται από την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός ενδιάμεσου όντος.
Ο Άρειος θεωρεί ότι καταχρηστικά ο Υιός αποκαλείται Σοφία και Λόγος, αφού αυτές θεωρούνται απρόσωπες δυνάμεις του Θεού.[30]Για να δικαιολογήσει την άποψή του, προβαίνει στον διαχωρισμό ανάμεσα στην σοφία εκείνη που θεωρεί ως την απρόσωπη δύναμη του Θεού, μέσω της οποίας δημιουργήθηκε όχι μόνο ο κόσμος αλλά και ο Υιός και στην σοφία εκείνη που αποδίδεται κατά το όνομα μόνο στον Υιό.«Δύο γοῦν σοφίας φησὶν εἶναι, μίαν μὲν τὴν ἰδίαν καὶ συνυπάρχουσαν τῷ Θεῷ, τὸν δὲ Υἱὸν ἐν ταύτῃ τῇ σοφίᾳ γεγενῆσθαι, καὶ ταύτης μετέχοντα ὠνομάσθαι μόνον Σοφίαν καὶ Λόγον»[31].
Εφόσον «καὶ ὁ Λόγος ἀλλότριος μὲν καὶ ἀνόμοιος κατὰ πάντα τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας καὶ ἰδιότητός ἐστι», «οὔτε ὁρᾷν, οὔτε γινώσκειν τελείως καὶ ἀκριβῶς δύναται ὁ Λόγος τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα».[32] Με άλλα λόγια, ο Άρειος αρνείται στον Υιό όχι μόνο την δυνατότητα να γνωρίζει τον Πατέρα, αφού δεν μετέχει της ουσίας Του, «αλλά καὶ αὐτὸς ὁ Υἱὸς τὴν ἑαυτοῦ οὐσίαν οὐκ οἶδε·»[33] Και όποια ατελή γνώση μπορεί να έχει ο Υιός για τον Πατέρα, δεν οφείλεται στην μεταξύ τους συγγένεια, αλλά στις ανθρώπινες δυνατότητές του,[34]γιατί «προγινώσκων ὁ Θεὸς ἔσεσθαι καλὸν αὐτὸν, προλαβὼν αὐτῷ ταύτην τὴν δόξαν δέδωκεν, ἢν ἄνθρωπος καὶ ἐκ τῆς ἀρετῆς ἔσχε μετὰ ταῦτα· ὥστε ἐξ ἔργων αὐτοῦ, ὧν προέγνω ὁ Θεὸς, τοιοῦτον αὐτὸν νῦν γεγονέναι πεποίηκε».[35]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
1.Η σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού.
Ο κίνδυνος από τις κακοδοξίες του αρειανισμού ήταν πολύ μεγάλος για την Ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας, γιατί αλλοίωνε σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο το τριαδολογικό, αλλά και το χριστολογικό δόγμα, με τραγικές συνέπειες για την σωτηριολογία όπως θα δούμε και στην συνέχεια. Στην θεολογία του Μ.Αθανασίου, η Εκκλησία βρήκε το ισχυρότερο όπλο εναντίον του αρειανισμού και μια γερή βάση για την Τριαδολογία που ανέπτυξαν αργότερα οι Καππαδόκες Πατέρες.
Στα έργα του Αγίου Αθανασίου, για πρώτη φορά αναπτύσσεται η τριαδολογική διδασκαλία, η διδασκαλία δηλαδή εκείνη που αναφέρεται στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας και στις μεταξύ τους σχέσεις. Το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα ακανθώδες, όπως φαίνεται και από τον τρόπο προσέγγισής του από τους απολογητές Πατέρες και ιδιαίτερα από το έργο του Ωριγένη,[36] όπου διακρίνεται ένα είδος υποταγής των δύο προσώπων στο πρόσωπο του Πατέρα.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, το ζητούμενο τόσο για τον Άρειο, όσο και για τον Μ. Αθανάσιο, ήταν η διαφύλαξη του δόγματος της απλότητας και αμεταβλησίας της θείας ουσίας σε σχέση με τα δύο άλλα πρόσωπα της αγίας Τριάδας. Με ποιόν τρόπο δηλαδή, η ύπαρξη του Υιού και του Αγίου πνεύματος δεν συνιστά διαίρεση της ουσίας του Θεού. Όπως αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Άρειος προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα, υποτάσσοντας το πρόσωπο του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στην θέληση του Πατέρα, όχι σε σχέση με τις υποστάσεις τους μόνο, αλλά και οντολογικά, αρνούμενος με άλλα λόγια την ομοουσιότητά τους.[37] Με αυτόν τον τρόπο όμως, όχι μόνο δεν έλυσε το ζήτημα, αλλά δημιούργησε περισσότερα, αφού επί της ουσίας κατάργησε την τριαδικότητα του Θεού. Αντίθετα, η μεγάλη προσφορά του Μ. Αθανασίου στην επίλυση του ζητήματος ήταν ο προσδιορισμός και συνεπακόλουθα ο σαφής διαχωρισμός, ορισμένων πολύ σημαντικών θεολογικών όρων. Έθεσε τις βάσεις για την διευκρίνηση, λίγο αργότερα από τους Καππαδόκες Πατέρες, των όρων «ουσία» και «υπόσταση»,[38] ενώ επί την βάση της διάκρισης μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού, έκανε και την διάκριση μεταξύ της θεολογίας και της οικονομίας, ή θεολογικής και οικονομικής Τριάδας, καθώς και των όρων γέννηση και γένεση.
Πιο συγκεκριμένα, στην σκέψη του Μ. Αθανασίου η ουσία του Θεού διακρίνεται σαφώς από τις ενέργειές Του.[39]Κατά συνέπεια, οι ενδοτριαδικές σχέσεις αφορούν στην ουσία της Τριάδας, στην οντολογία της και θα πρέπει να εξετάζονται ξέχωρα από την δημιουργία του κόσμου, που είναι το αποτέλεσμα των ενεργειών του Θεού και αφορούν στην οικονομία και όχι στην θεολογία. «Οὐκοῦν εὐσεβέστερον καὶ ἀληθὲς ἂν εἴη μᾶλλον τὸν Θεὸν ἐκ τοῦ Υἱοῦ σημαίνειν καὶ Πατέρα λέγειν, ἢ ἐκ μόνων τῶν ἔργων ὀνομάζειν καὶ λέγειν αὐτὸν ἀγένητον»[40]. Με αυτόν τον τρόπο εισάγει την διάκριση ανάμεσα στην οντολογική Τριάδα και την οικονομική.[41]
Εξίσου σημαντική είναι και η διάκριση μεταξύ «γέννησης» και «γένεσις» την οποία όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν μπόρεσε να κάνει ο Άρειος. Γίνεται φανερό ότι ο Αθανάσιος, όταν κάνει χρήση του όρου «γέννηση» και «γέννημα» αναφέρεται στην ουσία, αφού «ὁ Υἱὸς οὐκ ἔξωθεν, ἀλλ' ἐκ τοῦ γεννῶντος εἶναι».[42] Αντίθετα το «εγένετο» το χρησιμοποιεί σε άμεση σχέση με το «κτίσμα» ή το «ποίημα» ώστε «ὅταν ἡ οὐσία ποίημα ἢ κτίσμα ᾖ, τότε τὸ, ἐποίησε, καὶ τὸ, ἐγένετο, καὶ τὸ, ἔκτισε, κυρίως ἐπ' αὐτῶν λέγεταί τε καὶ σημαίνει τὸ ποίημα.[43]», ενώ το « γέννημα» το συσχετίζει με την «ουσία», αφού «ἡ οὐσία γέννημα ᾖ καὶ υἱὸς»,[44]εφόσον ο Υιός είναι «ἴδιον τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας γέννημα. Διὸ Θεός ἐστιν ἀληθινὸς, ἀληθινοῦ Πατρὸς ὁμοούσιος ὑπάρχων»[45]. Έτσι η γέννηση προέρχεται από την ουσία του Θεού και όχι από την βούληση Του,[46]ενώ παράλληλα συσχετίζει και τον όρο «γεννά» με την μετοχή του Θεού. «τὸ γὰρ ὅλως μετέχεσθαι τὸν Θεὸν, ἴσον ἐστὶ λέγειν, ὅτι καὶ γεννᾷ· τὸ δὲ γεννᾷν τί σημαίνει ἢ Υἱόν;».[47] Η γέννηση όμως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση μερισμός της ουσίας, «οὕτως τὸ γέννημα οὐ πάθος, οὐδὲ μερισμός ἐστι τῆς μακαρίας ἐκείνης οὐσίας.» αλλά «μᾶλλον τὸ γνήσιον καὶ τὸ ἀληθινὸν καὶ τὸ μονογενὲς τοῦ Θεοῦ γινώσκοντες, οὕτω πιστεύομεν.»[48]
Στην σκέψη του Μ.Αθανασίου, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρχει χρονική απόσταση μεταξύ Πατέρα και Υιού, αλλά «ἀεὶ εἶναι τὸν Υἱόν· ἔστι γὰρ ἀΐδιος ὡς ὁ Πατὴρ, οὗ καὶ ἔστι Λόγος ἀΐδιος·» [49]Επιπλέον γίνεται φανερό ότι με αυτόν τον τρόπο θα μιλάγαμε για τροποποίηση και μεταβολή στην Τριάδα, η οποία κάποτε θα ήτανε Μονάδα, « οὐκ ἔστιν ἡ Τριὰς ἀΐδιος· ἀλλὰ μονὰς μὲν ἦν πρότερον, ἐκ προσθήκης δὲ γέγο νεν ὕστερον Τριὰς».[50]Οι τριαδολογικές συνέπειες βέβαια από την Αρειανική αυτή διδασκαλία, γίνονται πάρα πολύ σοβαρές, γιατί αφενός αφαιρείται η βασική ιδιότητα της Τριάδας, η αϊδιότητα και αφετέρου θεωρείται ότι αυτή δημιουργήθηκε «εξ ουκ όντων» αφού,«εἰ οὐκ ἔστιν ὁ Υἱὸς ἴδιον τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας γέννημα, ἀλλ' ἐξ οὐκ ὄντων γέγονεν, ἐξ οὐκ ὄντων συνίσταται Τριὰς».[51]
2.Η σχέση Θεού-κόσμου
Το πρόβλημα της σχέσης του Θεού με τον κόσμο, ήταν εξαιρετικά σημαντικό γιατί μπορούσε να έχει συνέπειες τριαδολογικές, χριστολογικές, ανθρωπολογικές και σωτηριολογικές, άγγιζε δηλαδή το σύνολο της χριστιανικής διδασκαλίας.
Οι διδασκαλίες του Αρείου, δημιουργούσαν σοβαρές αλλοιώσεις σε όλα τα πεδία της χριστιανικής θεολογίας. Ξεκινώντας από την απόλυτη ετερότητα Θεού-κόσμου, υπό την επίδραση του πλατωνισμού και αδυνατώντας να κάνει την διάκριση ουσίας και ενεργειών του Θεού, έπρεπε να βρει μία «λογική» λύση που θα γεφύρωνε το οντολογικό χάσμα μεταξύ τους. Έτσι, «θελήσας ἡμᾶς δημιουργῆσαι, τότε δὴ πεποίηκεν ἕνα τινὰ, καὶ ὠνόμασεν αὐτὸν Λόγον, καὶ Σοφίαν καὶ Υἱὸν, ἵνα ἡμᾶς δι' αὐτοῦ δημιουργήσῃ».[52]Κατά τον τρόπο αυτόν, όχι μόνο θεώρησε τον Λόγο ως μεσίτη και αρχή της κτίσεως, αλλά εξάρτησε την αιτία της ύπαρξής του στην δημιουργία του κόσμου.
Στο σημείο αυτό η συμβολή του Μ .Αθανασίου, υπήρξε καθοριστική. Βασική αρχή της θεολογίας του Μ. Αθανασίου, όσον αφορά στην σχέση Θεού και κόσμου ήταν αφενός, η απόλυτη οντολογική ετερότητα μεταξύ τους αφού, «τὸ ποίημα ἔξωθεν τοῦ ποιοῦντός ἐστιν»[53] και αφετέρου η διάκριση ουσίας και ενεργειών του Θεού. Έτσι κατάφερε να γεφυρώσει το οντολογικό χάσμα Θεού –κόσμου, χωρίς να θυσιάσει την θεότητα και ομοουσιότητα του Υιού, όπως έκανε ο Άρειος. Ο κόσμος είναι αποτέλεσμα της βούλησης του Θεού, δηλαδή των ενεργειών Του. Ο κόσμος δημιουργήθηκε, δεν γεννήθηκε από τον Θεό. Ο Άρειος αδυνατούσε ή δεν ήθελε να καταλάβει την διαφορά μεταξύ δημιουργίας και γέννησης. Σε αυτή την διαφορά στηρίχτηκε η θεολογία του μεγάλου Αθανασίου.[54] Στην παράλογη θέση ότι ο Υιός έγινε για να δημιουργηθεί ο κόσμος, ο Αθανάσιος απάντησε με την διδασκαλία του για την αϊδιότητα και ομοουσιότητα του Λόγου.[55] Ο Λόγος δεν έχει ως αιτία του την ύπαρξη του κόσμου. Εφόσον είναι άναρχος και αυτός όπως και ο Πατέρας, δεν χρειάζεται αιτία ύπαρξης.[56]
Παράλληλα υποστήριξε ότι «τὸ μὲν ποίημα οὐκ ἀνάγκη ἀεὶ εἶναι»[57]καταρρίπτοντας την ελληνική άποψη για την αιωνιότητα και αμεταβλησία του κόσμου. Όσον αφορά στην εκ του μηδενός δημιουργία, ο Αθανάσιος υποστήριξε με σθένος την βιβλική μαρτυρία, εφόσον μόνο έτσι η δημιουργία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησής Του, ενώ η αντίληψη ότι η ύλη προϋπήρχε θα καταργούσε την παντοδυναμία Του, αφού χωρίς αυτήν ο Θεός δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει.[58]
Στην θέση του Άρειου ότι ο Υιός καταχρηστικά μόνο λέγεται Λόγος και Σοφία,[59] ο Αθανάσιος κατηγορηματικά απάντησε, ότι ο Λόγος και η Σοφία, δεν είναι απρόσωπες δυνάμεις του Θεού, αλλά «τοῦτό ἐστιν ἡ Σοφία καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς, ἐν ᾧ καὶ δι' οὗ τὰ πάντα κτίζει καὶ ποιεῖ·»,[60] είναι ο ίδιος ο Λόγος και η Σοφία του Θεού, με την οποία δημιούργησε τον κόσμο, «Αὐτή τε ἡ Σοφία ἐστὶν ὁ Λόγος, καὶ δι' αὐτοῦ, ὡς Ἰωάννης φησὶν, ἐγένετο τὰ πάντα, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν·»[61]Ο Λόγος είναι η ίδια η αποκάλυψη του Θεού προς τον κόσμο, η φανέρωσή Του.[62]Ο Αθανάσιος χρησιμοποίησε την σχέση της εικόνας με το πρωτότυπο προκειμένου να δείξει την αποκάλυψη του Πατρός μέσω του Υιού,[63] εφόσον όπως επισημαίνει και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η εικόνα αποκαλύπτει το πρωτότυπο.[64]
3.Επιπτώσεις στην Χριστολογία και Σωτηριολογία της Εκκλησίας.
Όπως είναι φυσικό, οι δογματικές αποκλίσεις του Αρείου ήταν τόσο μεγάλες, ώστε να δημιουργούνται σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην Χριστολογία, όσο και στην Σωτηριολογία της Εκκλησίας. Το θεμέλιο της Χριστολογίας είναι η ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, για την σωτηρία των ανθρώπων, βασική προϋπόθεση της οποίας είναι η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού σε ένα πρόσωπο και η τελειότητα και των δύο φύσεων, με άλλα λόγια η πίστη ότι ο Χριστός υπήρξε τέλειος Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος.[65] Η Σωτηριολογία από την άλλη, είναι ο κλάδος εκείνος της Δογματικής που εξετάζει την διδασκαλία για την σωτηρία του ανθρώπινου γένους, τόσο την «ἐξ ἀντικειμένου»,με άλλα λόγια την σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας, όσο και «εξ’υποκειμένου», την προσωπική δηλαδή σωτηρία του κάθε ανθρώπου.[66] Από τους ορισμούς και μόνο, γίνεται φανερή η άμεση σχέση των δύο αυτών κλάδων, αφού η Σωτηριολογία εξαρτάται ευθέως από την Χριστολογία, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην είναι ξεκάθαρα τα όρια μεταξύ τους.
Οι Αρειανοί, όπως παρακολουθήσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, αρνούνταν την θεότητα του Χριστού, εφόσον θεωρούσαν ότι ο Υιός είναι κτίσμα και όχι ομοούσιος του Πατρός. Η άρνησή τους αυτή, στηρίζονταν εκτός των άλλων και στην αδυναμία τους να κατανοήσουν την ένωση των δύο φύσεων στο πρόσωπό του Χριστού, αφού γεγονότα που οφείλονταν στην ανθρώπινη φύση Του, αυτοί τα απέδιδαν στην θεία. Ως επιχειρήματα, χρησιμοποιούσαν κάποια εδάφια από την Καινή Διαθήκη, στα οποία περιγράφεται η ταραχή του Ιησού κατά την διάρκεια των παθών,[67]η ύπαρξη των αδιάβλητων παθών Του,[68]η φράση «Καὶ Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις»[69] στο ευαγγέλιο του Λουκά,[70] ή το επίμαχο ζήτημα της γνώσεως της ημέρας της κρίσεως.[71]Έτσι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι «κτίσμα ἐστὶ καὶ εἷς τῶν γενητῶν,».[72] Παράλληλα, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν «Πῶς γὰρ ἠδύνατο Θεὸς ὢν γενέσθαι ἄνθρωπος; Ἢ πῶς ἠδύνατο ὁ ἀσώματος σῶμα φορέσαι;»[73]
Ο Μ. Αθανάσιος είχε αντιληφθεί τις επιπτώσεις των κακοδοξιών αυτών στην διδασκαλία της Εκκλησίας για αυτό και για να τις αντιμετωπίσει, ξεκίνησε από την Σωτηριολογία για να καταλήξει στην Χριστολογία.[74] Με άλλα λόγια, εφόσον ο άνθρωπός έχει την δυνατότητα να θεωθεί, τότε ο Χριστός δεν μπορεί παρά να ήταν τέλειος Θεός. «Ὁ μὲν οὖν Λόγος τὴν ὄντως καὶ ἀληθῶς ταυτότητα τῆς φύσεως τῷ Πατρὶ ἔχει·»[75] Εάν ο Χριστός δεν ήταν ομοούσιος με τον Πατέρα, δεν θα μπορούσε ούτε ο ίδιος να θεοποιηθεί, αλλά ούτε και στην ανθρωπότητα να δώσει αυτήν την δυνατότητα.[76]Για τον μεγάλο αυτόν Πατέρα της Εκκλησίας, ο άνθρωπος σώζεται με την μετοχή του στον Θεό, η οποία μπορεί να επιτευχτεί μόνο με την μετοχή μας στον Χριστώ, τον ομοούσιο Υιό και Λόγο του Θεού.[77]
Όσον αφορά στα προαναφερθέντα επιχειρήματα των Αρειανών, ο Μ.Αθανάσιος έχοντας εντοπίσει την σύγχυση τους σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού, αναφέρει χαρακτηριστικά:« Τὰ γὰρ ἀνθρώπινα βλέποντες τοῦ Σωτῆρος, ἐνόμισαν αὐτὸν εἶναι κτίσμα. Οὐκοῦν ἔδει καὶ τὰ θεϊκὰ βλέποντας αὐτοὺς ἔργα τοῦ Λόγου, ἀρνήσασθαι τοῦ σώματος αὐτοῦ τὴν γένεσιν, καὶ λοιπὸν καὶ Μανιχαίοις ἑαυτοὺς συγκαταριθμεῖν.»[78]Κατά συνέπεια, γίνεται φανερό ότι ο Άρειος δεν αμφισβήτησε μόνο την θεία φύση του Χριστού, αλλά και την ανθρώπινη, αφού θεωρούσε ότι ο Χριστός είχε προσλάβει σώμα άψυχο, αδυνατώντας να κατανοήσει με ποιόν τρόπο μπορούσε να συνυπάρξει ανθρώπινη ψυχή και Λόγος.[79]Αυτή η κακοδοξία όμως, πέρα από το ότι αλλοίωνε το χριστολογικό δόγμα, επέφερε σπουδαίες σωτηριολογικές επιπτώσεις, αφού κατά τον τρόπο αυτόν, η σωτηρία που προσέφερε στους ανθρώπους ο Χριστός, ήταν ζήτημα ηθικής τελείωσης και μόνο, δηλαδή οφείλονταν στις ανθρώπινες δυνάμεις και όχι στην θεία Χάρη.[80] Αλλά η σοβαρότερη συνέπεια ήταν το γεγονός ότι «εἰ γὰρ μὴ ἤμην ἐλθὼν καὶ φορέσας τὸ τούτων σῶμα, οὐδεὶς ἂν αὐτῶν ἐτελειώθη, ἀλλ' ἔμενον οἱ πάντες φθαρτοί.»[81]Απαραίτητη προϋπόθεση για τον Μ. Αθανάσιο προκειμένου να σωθεί η ανθρώπινη φύση, είναι ο Χριστός να ήταν τέλειος άνθρωπος και μάλιστα να έλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, «ἀληθῶς ἦν ἔχων σῶμα· ἔπρεπε δὲ τὸν Κύριον, ἐνδιδυσκόμενον ἀνθρωπίνην σάρκα, ταύτην μετὰ τῶν ἰδίων παθῶν αὐτῆς ὅλην ἐνδύσασθαι».[82]Ο Χριστός «Ἔπρεπε γὰρ, φθαρτὴν οὖσαν τὴν σάρκα, μηκέτι κατὰ τὴν ἑαυτῆς φύσιν μένειν θνητὴν, ἀλλὰ διὰ τὸν ἐνδυσάμενον αὐτὴν Λόγον ἄφθαρτον διαμένειν.»[83]Και όχι μόνο αυτό, αλλά πολύ περισσότερο, έπρεπε να πάθει-κατά το ανθρώπινο-ο Κύριος, ώστε «Οὗ δὲ λέγεται τὰ πάθη... τούτου καὶ τὸ κατόρθωμα καὶ ἡ χάρις ἐστί.»[84]
Το κλειδί για την κατανόηση της Ορθόδοξης χριστολογικής και σωτηριολογικής διδασκαλίας του Μ.Αθανασίου, είναι η διάκριση αφενός, των δύο φύσεων του Χριστού και αφετέρου η ενότητα του προσώπου του Λόγου,[85] πράγμα που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να καταλάβουν ο Άρειος και οι οπαδοί του. Πάνω σε αυτήν την βάση, αντέκρουσε ο Αθανάσιος τα επιχειρήματα των Αρειανών. Δεν έχανε την ευκαιρία να τονίζει με έμφαση, ότι τα πάθη είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης σάρκας που έλαβε, ενώ η χάρη και η δύναμη με την οποία έκανε τα θαύματα και νίκησε τον θάνατο ανήκουν στον Λόγο.[86]
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στην θεολογία του Μ. Αθανασίου η Εκκλησία βρήκε την διδασκαλία εκείνη, που αφενός της επέτρεψε να αποκρούσει τις Αρειανικές επιθέσεις εναντίον της και αφετέρου να θέσει γερά θεμέλια για την περαιτέρω ανάπτυξη του ορθόδοξου δόγματος.
Ο Άρειος, απείλησε να διαστρεβλώσει τον πυρήνα της χριστιανικής πίστης, αρνούμενος την ομοουσιότητα του δευτέρου προσώπου της Άγιας Τριάδας και υποβιβάζοντάς Το σε κτίσμα. Προσπάθησε να στηρίξει την διδασκαλία του σε χωρία της Αγίας Γραφής, τα οποία ερμήνευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να χάνεται η αλήθεια τους. Έτσι όμως αλλοίωσε την Τριαδολογία, αφού επί της ουσίας αρνήθηκε την αϊδιότητα και την αιωνιότητα της Αγίας Τριάδας. Θεωρώντας τον Λόγο κτίσμα και όχι ομοούσιο του Πατέρα, διαστρέβλωσε και την Χριστολογία της Εκκλησίας. Με αυτήν την διδασκαλία ο Άρειος ουσιαστικά ακύρωνε και κάθε σωτηριολογική δυνατότητα για το ανθρώπινο γένος.
Ο Μ.Αθανάσιος, αντιλαμβανόμενος τον μεγάλο κίνδυνο που απειλούσε την Εκκλησία, αντέκρουσε τις αρειανικές κακοδοξίες, μένοντας πιστός στην βιβλική και αποστολική παράδοση, επί την βάση της οποίας στήριξε τα επιχειρήματά του. Ερμήνευσε με ορθόδοξο τρόπο τα επίμαχα βιβλικά εδάφια. Έδειξε ότι αρνούμενοι οι Αρειανοί την ομοουσιότητα του Υιού, επί της ουσίας αρνήθηκαν την ίδια την Αγία Τριάδα. Με βάση την βεβαιότητα της σωτηρίας που χάρισε ο ενσαρκωμένος Λόγος στους ανθρώπους, απέδειξε ότι η σωτηρία δεν θα ήταν δυνατή, εάν ο Χριστός δεν ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Με την διδασκαλία του Μ. Αθανασίου, για πρώτη φορά η θεολογία άγγιζε το εξαιρετικά επικίνδυνο μυστήριο της Αγίας Τριάδας, ιδιαίτερα στο επίπεδο της οντολογικής σχέσης των προσώπων Της. Η συμβολή του υπήρξε τεράστια, αφενός γιατί κατάφερε να αποκρούσει την τόση επικίνδυνη αίρεση του Αρείου, όσο και γιατί έθεσε τις γερές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίχθηκαν λίγο καιρό αργότερα οι μεγάλοι Καππαδόκες πατέρες της Εκκλησίας μας, ώστε να ολοκληρώσουν την δογματική διδασκαλία της Ορθοδοξίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτεύουσα
Παλαιά Διαθήκη
Καινή Διαθήκη
Μ. Αθανασίου,« Κατά Αρειανών», Patrologiae Graeca, ἐπιμ. ἔκδ. J. Migne, Τόμ. 26.
Δευτερεύουσα
Γιαγκάζογλου Σ., Κοινωνία θεώσεως.Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Αθήνα 2001,εκδ.Δόμος), (Ἀθήναι 1978,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων).
Γιαγκάζογλου Σ., «Πρωτολογία και εσχατολογία, Η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στην Αλεξανδρινή παράδοση του Ωριγένη»,περιοδικό Αναλόγιον 6/2003.
Δεκλιώμης Ι.,Η Χριστολογία του Μεγάλου Αθανασίου, μεταπτυχιακή εργασία πού ὑποβλήθηκε στό Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.(Θεσσαλονίκη 2009)
Καρακόλη Κ. ,Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου,(Θεσσαλονίκη 1968, Διατριβή ἐπί διδακτορία, ὑποβληθείσα εἰς τήν Θεολογικήν σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)
Κωνσταντινίδου Χ. , «Οἰ ὄροι ΄΄οὐσία΄΄ καί ΄΄ὑπόστασις΄΄ παρ’Ἀθανασίῳ τῳ Μεγάλῳ »,Θεολογία 2,(1982).
Μητσόπουλου Ν., Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας,(Αθήνα 1988, οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων)
Μουτσούλα Η., Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων)
Μουτσούλα Η., Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Β΄Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος,Τομ.Α΄ (Ἀθήναι 1978,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων)
Παπαδόπουλου Σ., «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σταθμὸς μέγας ἐν τῇ Θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας»,Θεολογία 1(1974)
Σακελλαρίου Χ. ,Νέο λεξικό Δημοτικής(Αθήνα 1978,εκδ.Ι.Σιδέρης)
Τσελεγγίδη Δ., Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,Διατριβή επί διδακτορία,(Θεσσαλονίκη 1984)
Φλωρόφσκυ Γ., Θέματα εκκλησιαστικής Ιστορίας, Έργα τομ.4, μτφρ. Κ. Πάλλης, (Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Πουρναρά)
Υποσημειώσεις
[1]Κ.Καρακόλη,Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου,(Θεσσαλονίκη 1968, Διατριβή ἐπί διδακτορία, ὑποβληθείσα εἰς τήν Θεολογικήν σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης),111.
[2]Σ.Παπαδόπουλου, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σταθμὸς μέγας ἐν τῇ Θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας»,Θεολογία 1(1974) 102-128.
[3] Οπ.,12.
[4] Δευτ.6,4.
[5] Παρ.8,22.
[6] Μαρκ.13,32.
[7] Λουκ.18,19.
[8] Ιω.17,3.
[9] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1 PG 26, 21.
[10] Γ.Φλωρόφσκυ, « Η περί δημιουργίας αντίληψη του Αγίου Αθανασίου» στο Γ.Φλωρόφσκυ, Θέματα εκκλησιαστικής Ιστορίας, Έργα τομ.4, μτφρ. Κ. Πάλλης, (Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Πουρναρά), 49.
[11] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1 PG 26, 21.
[12] Γ.Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τέταρτου αιώνα( Θεσσαλονίκη 2006, εκδ.Πουρναρά),73.
[13] Ι. Δεκλιωμης,Η Χριστολογία του Μεγάλου Αθανασίου, μεταπτυχιακή εργασία πού ὑποβλήθηκε στό Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.(Θεσσαλονίκη 2009),47.
[14] Γ.Φλωρόφσκυ, « Η περί δημιουργίας αντίληψη του Αγίου Αθανασίου» στο Γ.Φλωρόφσκυ, Θέματα εκκλησιαστικής Ιστορίας, Έργα τομ.4, μτφρ. Κ. Πάλλης, (Θεσσαλονίκη 1979, εκδ. Πουρναρά),60.
[15] Κ.Καρακόλη,Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου,(Θεσσαλονίκη 1968, Διατριβή ἐπί διδακτορία, ὑποβληθείσα εἰς τήν Θεολογικήν σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης),112.
[16] Ι. Δεκλιωμης,Η Χριστολογία του Μεγάλου Αθανασίου, μεταπτυχιακή εργασία πού ὑποβλήθηκε στό Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.(Θεσσαλονίκη 2009),31.
[17] Χ.Σακελλαρίου,Νέο λεξικό Δημοτικής(Αθήνα 1978,εκδ.Ι.Σιδέρης),215.
[18] Γ.Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τέταρτου αιώνα( Θεσσαλονίκη 2006, εκδ.Πουρναρά),73.
[19] Χ.Σακελλαρίου,Νέο λεξικό Δημοτικής(Αθήνα 1978,εκδ.Ι.Σιδέρης),214.
[20] Γ.Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τέταρτου αιώνα( Θεσσαλονίκη 2006, εκδ.Πουρναρά),73.
[21] Ι. Δεκλιωμης,Η Χριστολογία του Μεγάλου Αθανασίου, μεταπτυχιακή εργασία πού ὑποβλήθηκε στό Τμήμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.(Θεσσαλονίκη 2009)31.
[22] Σ.Παπαδόπουλου, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σταθμὸς μέγας ἐν τῇ Θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας»,Θεολογία 1(1974), 109.
[23] Οπ.,19.
[24] Παρ.8,22.
[25] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1 PG 26, 21.
[26] ‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),44.
[27] Φιλ.2,9-10.
[28] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1 PG 26, 21
[29] ‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Β΄Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος,Τομ.Α΄ (Ἀθήναι 1978,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),224.
[30] ‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),39.
[31] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1 PG 26, 21.
[32] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1 PG 26, 24.
[33] Οπ.
[34] Οπ.
[35] Οπ.
[36] Σ.Γιαγκάζογλου, «Πρωτολογία και εσχατολογία, Η συνάντηση Ελληνισμού και Χρριστιανισμού στην Αλεξανδρινή παράδοση του Ωριγένη»,περιοδικό Αναλόγιον 6/2003,120.
[37] Χ. Κωνσταντινίδου, «Οἰ ὄροι ΄΄οὐσία΄΄ καί ΄΄ὑπόστασις΄΄ παρ’Ἀθανασίῳ τῳ Μεγάλῳ »,Θεολογία 2,(1982)570.
[38] Βλ.σχετικά, Χ. Κωνσταντινίδου, «Οἰ ὄροι ΄΄οὐσία΄΄ καί ΄΄ὑπόστασις΄΄ παρ’Ἀθανασίῳ τῳ Μεγάλῳ »,Θεολογία 2,(1982) ,581-584.
[39] Σ.Γιαγκάζογλου, Κοινωνία θεώσεως.Η σύνθεση Χριστολογίας και Πνευματολογίας στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Αθήνα 2001,εκδ.Δόμος),137.
[40] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1 PG 26,81.
[41] Σ.Παπαδόπουλου, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σταθμὸς μέγας ἐν τῇ Θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας»,Θεολογία 1(1974),113.
[42] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 2PG 26,149.
[43] Οπ.
[44] Οπ.
[45] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,29.
[46] Οπ., 26,72.
[47] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,45.
[48] Οπ.
[49] Οπ.26,49.
[50] Οπ.,26,48.
[51] Οπ.,26,48.
[52] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,21.
[53] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,72.
[54] Σ.Παπαδόπουλου, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σταθμὸς μέγας ἐν τῇ Θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας»,Θεολογία 1(1974),112.
[55] ‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Β΄Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος,Τομ.Α΄ (Ἀθήναι 1978,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),74-75.
[56]Γ.Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τέταρτου αιώνα( Θεσσαλονίκη 2006, εκδ.Πουρναρά),77.
[57] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,72.
[58] ‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Β΄Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος,Τομ.Α΄ (Ἀθήναι 1978,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),77.
[59] ‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),39.
[60] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,45.
[61] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,52.
[62] Γ.Φλωρόφσκυ, Οι Ανατολικοί Πατέρες του τέταρτου αιώνα,( Θεσσαλονίκη 2006, εκδ.Πουρναρά),77.
[63] Οπ.,75.
[64] Βλ. Δ.Τσελεγγίδη, Η θεολογία της εικόνας και η ανθρωπολογική σημασία της,Διατριβή επί διδακτορία,(Θεσσαλονίκη 1984),25.
[65] Ν. Μητσόπουλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας,(Αθήνα 1988, οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων),73.
[66] Οπ.,80.
[67] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 3PG 26,377.
[68] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 3PG 26,381.
[69] Οπ.,26,432.
[70] Λκ.2,52.
[71] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 3PG 26,380.
[72] Οπ.,26,380.
[73] Οπ., 26,380.
[74]‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),80.
[75] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 3PG26,368.
[76]Κ.Καρακόλη,Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου,(Θεσσαλονίκη 1968, Διατριβή ἐπί διδακτορία, ὑποβληθείσα εἰς τήν Θεολογικήν σχολήν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης),30.
[77] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 1PG 26,45.
[78] Οπ., 3PG 26,400.
[79]Χ. Κωνσταντινίδου, «Οἰ ὄροι ΄΄οὐσία΄΄ καί ΄΄ὑπόστασις΄΄ παρ’Ἀθανασίῳ τῳ Μεγάλῳ »,Θεολογία 2,(1982),570.
[80] Οπ.,570.
[81] Μ. Αθανασίου, Κατά Αρειανών Λόγος 3PG 26,372.
[82] Οπ., 3PG 26,392.
[83] Οπ.,26,444.
[84] Οπ., 3PG 26,392.
[85]‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),80.
[86] Οπ., 3PG 26,409-412.
[1]‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),10.
[2] Οπ.,30.
[3]Σ.Παπαδόπουλου, «Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας. Σταθμὸς μέγας ἐν τῇ Θεολογίᾳ τῆς Ἐκκλησίας»,Θεολογία 1(1974),104.
[4] Οπ.,105.
[5] ‘Η. Μουτσούλα, Ἠ Ἀρειανική ἔρις καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μέρος Α΄Ἄρειος-Ἀλέξανδρος Ἀλεξανδρείας (Ἀθήναι 1982,Σημειώσεις Πανεπιστημιακῶν παραδόσεων),13.
[6] Βλ.Οπ.,σ.14-56.
[7] Βλ. Οπ.,σ.57-71.