Η θέση της ύλης και της κτιστής δημιουργίας στην Ορθόδοξη Θεολογία
2019
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ....................................................................................................................3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ...........................4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΣΕΩΣ ΑΥΤΗΣ................................................................................................8
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.....................................................................................................12
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...........................................................................................................15
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ερώτηση για την αρχή και την σύσταση του κόσμου και της ύλης, απέκτησε μεγάλη σημασία από την πρώτη κιόλας στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να αναπτύσσει την αυτοσυνειδησία του. Κάθε λαός προσπάθησε, με βάση τις πολιτιστικές του ιδιαιτερότητές, να δώσει μία απάντηση. Στην παρούσα εργασία θα ασχοληθούμε με την χριστιανική Κοσμολογία ή καλύτερα Κτισιολογία,[1] τον κλάδο δηλαδή εκείνο της Δογματικής, που ασχολείται με την διδασκαλία της Εκκλησίας για την αρχή του κόσμου, την σχέση του με τον Θεό, την οντολογία του και τον σκοπό της ύπαρξής του. Βασική αρχή της χριστιανικής Κτισιολογίας είναι ότι ο κόσμος αφενός, είναι κτίσμα, δηλαδή ένα δημιούργημα που προϋποθέτει μία υπερβατική αρχή και αφετέρου ότι η δημιουργία του κόσμου έγινε «ἐκ τοῦ μηδενός».[2] Η διδασκαλία αυτή, αποτελεί το θεμέλιο της χριστιανικής Κτισιολογίας, αφού είναι η μόνη που μπορεί να εναρμονιστεί με την έννοια της απόλυτης ελευθερίας του Θεού.[3]Οι λογικές προεκτάσεις που προκύπτουν από την συγκεκριμένη διδασκαλία, αποτελούν μερικές ακόμη από τις βασικές αρχές της Ορθόδοξης Θεολογίας. H απόλυτη οντολογική ετερότητα της κτίσης από τον Θεό,[4]θεμελιώνεται στο συγκεκριμένο δόγμα, καθώς και η αναπόφευκτη θνητότητά της. Όπως αναφέρει ο Ζηζιούλας, ότι έχει αρχή είναι καταδικασμένο να έχει και τέλος,[5]ενώ η αιτία και ο σκοπός της κτίσης βρίσκεται έξω από αυτήν.[6] Η φύση είναι αποτέλεσμα των θείων Ενεργειών και όχι της θείας Ουσίας,[7]γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα είχαμε γέννηση και όχι δημιουργία και κατά συνέπεια οντολογική συγγένεια με τον Δημιουργό, άρα θα οδηγούμασταν στο άτοπο συμπέρασμα ότι η κτίση έχει θεϊκά χαρακτηριστικά, όπως η αφθαρσία και αθανασία. Αντίθετα, ως κτίσμα, είναι αδιαπραγμάτευτη η απόλυτη εξάρτησή της από τον Θεό.[8] Μία άλλη βασική αρχή που προκύπτει από την «ἐκ τοῦ μηδενός» διδασκαλία, είναι ότι εφόσον ο Θεός δεν είχε καμία αναγκαιότητα να δημιουργήσει τον κόσμο, η πράξη αυτή έγινε «ἐξ ἀγάπης».[9] Λόγω της ευρύτητας του θέματος και σε συνδυασμό με την περιορισμένη έκταση της παρούσας εργασίας, θα ασχοληθούμε με συγκεκριμένες πτυχές του. Κατά συνέπεια, στο Α΄ κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με την δυνατότητα της φύσης να υπάρξει και να καθαγιασθεί στον χώρο της Εκκλησίας, ενώ στο Β΄ κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με την αντίστοιχη ανθρωπολογική εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος και τις κοινωνικές προεκτάσεις του στο σήμερα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Σύμφωνα με την βιβλική περιγραφή, ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «καλόν».[10]Το τελευταίο δημιούργημα του Θεού ήταν ο άνθρωπος, τον οποίο ο Θεός τοποθέτησε στον Παράδεισο, αναθέτοντάς του την ευθύνη της συντήρησης και της φύλαξης του.[11] Η ζωή του ανθρώπου όμως στον Παράδεισο, διαταράσσεται από το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο γίνεται η αιτία της εκδίωξής του από αυτόν.[12]Η πτώση του, συμπαρασύρει και την φύση,[13]η οποία χάνει τα αρχέγονα χαρακτηριστικά της. Εφόσον η φύση δεν είναι αποτέλεσμα τυχαίων παραγόντων, αλλά η δημιουργική έκφραση του Θεού, θα πρέπει να νοηματοδοτείται από κάποιον σκοπό. Ο σκοπός αυτός δεν είναι άλλος από την μετοχή του κόσμου στην «δόξα» Του, όπου όπως επισημαίνει ο Χ. Γιανναράς, «δόξα» νοείται η φανέρωση, η γνώση του Θεού, η αποκάλυψή του,[14] είτε αυτή είναι έμμεση και ακούσια, με την απλή παρουσία του κόσμου, είτε είναι άμεση, με την πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας Πρόνοιας και την εκούσια συμμετοχή του ανθρώπου σε αυτήν.Εύστοχα ο Ι. Ζηζιούλας χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον Θεό και την δημιουργία,[15] εφόσον είναι το μοναδικό πλάσμα που διαθέτει την δυνατότητα της αξιολογικής διάκρισης και ελεύθερης επιλογής, για να οδηγήσει την κτίση στην τελείωσή της. Ο στόχος αυτός όμως είδαμε ότι ματαιώθηκε, λόγω της τραγικής πτώσεως του ανθρώπου, η οποία συμπαρέσυρε ολόκληρη την κτίση. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος και η φύση, για την οποία είχε ο ίδιος ορισθεί υπεύθυνος από τον Θεό,[16]αποξενώθηκαν από τον Δημιουργό τους.[17]Όμως, η δυνατότητα της κτίσης για τελείωση δεν χάνεται οριστικά. Η ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, δίνει την ευκαιρία που χρειάζεται ο άνθρωπος να αξιοποιήσει, την δυνατότητα του «αυτεξούσιου» και το σχέδιο του Θεού για τον κόσμο. Τον ρόλο που απέτυχε να διαδραματίσει ο άνθρωπος αρχικά, καλείται τώρα, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, να εκπληρώσει. Όπως προδίδει η ετυμολογία της λέξεως Εκκλησία, είναι το κάλεσμα σε μία κοινότητα. Η κοινότητα στηρίζεται στην σχέση μεταξύ των μελών της και στην αναφορά τους σε μία αρχή. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η κτίση νοείται ως ένα σύνολο, ως μία ενότητα, η οποία οφείλει την ύπαρξή της σε μία αιτία έξω από αυτήν και κατά συνέπεια εξαρτάται ουσιωδώς από αυτήν.[18]Η πτώση του ανθρώπου διέρρηξε την ενότητα του κόσμου, γιατί διαταράχτηκε η σχέση του με την ποιητική του αιτία. Την διάσπαση αυτή των σχέσεων καλείται να ξεπεράσει ο άνθρωπος και να επαναφέρει στην αρχική κατάσταση την συνοχή του κόσμου, μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με εκκλησιολογικούς όρους, αναφερόμαστε στον καθαγιασμό της κτίσης, στην αναφορά της στον Δημιουργό, και στην σωτηρία της μέσα στην ευχαριστιακή κοινότητα της Εκκλησίας.
Τα μυστήρια και, ιδιαίτερα, το μυστήριο της θ. Ευχαριστίας, που αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της Εκκλησιαστικής ζωής, αποκαθιστούν την χαμένη ενότητα, αφού έρχεται σε κοινωνία η κτίση με τον Θεό.[19] Σύμφωνα με τον Ν. Νησιώτη, η χρήση αισθητών-υλικών στοιχείων στα εκκλησιαστικά μυστήρια, υποδηλώνει αφενός την ενότητα της κτίσης και συνεπώς την κατάφασή[20] της υλικής υπόστασής της και, αφετέρου, την ανάγκη της για επαναφορά στον Δημιουργό. Πράγματι στο Βάπτισμα, το νερό γίνεται το αισθητό μέσο και σύμβολο του καθαρμού, αλλά και της συμμετοχής μας στην Ταφή και στην Δόξα του Χριστού. Το Άγιο Μύρο, στο μυστήριο του Χρίσματος, είναι το μείγμα δεκάδων υλικών που αγιάζονται και συμβολίζουν την ποικιλία των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, ενώ ο σταυρός, η λαμπάδα, ακόμη και τα λευκά καινούργια ρούχα του νέου μέλους της Εκκλησίας, έχουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην τέλεση του μυστηρίου. Άλλωστε η έννοια του συμβόλου, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ματσούκας, είναι η ενότητα ανάμεσα σε αυτό και την αλήθεια που θέλει να φανερώσει.[21]Στη θ. Ευχαριστία, ο άρτος και ο οίνος, αυτά τα απλά υλικά της γης, καθαγιάζονται και μας καθαγιάζουν, αφού γίνονται το μέσον για να ενωθούμε με τον Χριστό. Το υλικό στοιχείο γίνεται αναπόσπαστο μέρος του νοητού ως μυστήριο, ο άρτος και ο οίνος προσφέρονται ως δώρα στον Δημιουργό τους, τα οποία στην συνέχεια λαμβάνουμε, ως Σώμα και Αίμα Χριστού, για να αναφερθούμε και μείς με την σειρά μας στον Θεό και να γίνουμε μέτοχοι της ζωής. Πρόκειται με άλλα λόγια, για την ολοκλήρωση της δημιουργίας,[22] για την τελείωσή της, για την υπέρβαση των ορίων της, για την επαναφορά της στην αρχική σχέση και κοινωνία με τον Θεό.[23]Αποκαθιστώντας ο άνθρωπος την σχέση του με τον Θεό, ταυτόχρονα αποκαθιστά και ισορροπεί και την σχέση του με την φύση, αφού αναγνωρίζει πλέον ότι Εκείνος είναι η μοναδική πηγή της ζωής. Η χρήση των υλικών στοιχείων στις τελετές και στα μυστήρια της Εκκλησίας, σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί ειδωλολατρική εξάρτηση από αυτά, γιατί όπως ορθά επισημαίνει ο Ι. Ζηζιούλας, η ιερότητα της φύσης στην αποκατεστημένη πλέον, εντός της Εκκλησίας, σχέση της με τον Θεό, δεν είναι έμφυτη αλλά επίκτητη.[24]Για τον λόγο αυτό, η χρήση των εικόνων, η τιμή και ο ασπασμός των λειψάνων και κυρίως, τα υλικά στοιχεία των μυστηρίων, δεν επιστρέφουν τον άνθρωπο στο ειδωλολατρικό του παρελθόν, όταν απολυτοποιούσε το σχετικό, αλλά τον στρέφουν δυναμικά προς το μέλλον της εσχατολογικής προοπτικής της θ. Ευχαριστίας. « ...και σέβων οὐ παύσομαι την ὕλην δι’ἦς ἡ σωτηρία μου εἲργασθαι...»[25] ομολογεί ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Ο άνθρωπος καλείται να αναλάβει το εξαιρετικά σημαντικό, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο έργο του ιερέα της πλάσης, εφόσον είναι αυτός που έχει την ευθύνη να την οδηγήσει στον στόχο της. Κατά τον Ι. Ζηζιούλα, η ιεροσύνη του ανθρώπου έχει την έννοια αφενός, της ευθύνης του να οδηγήσει την κτίση στην ολοκλήρωση και την ενσωμάτωσή της στην καθολική πραγματικότητα της Εκκλησίας και, αφετέρου, στην πραγμάτωση της υπέρβασης των ορίων της με την ευχαριστιακή αναφορά της στον Θεό.[26]Το χάρισμα του ιερατικού καθήκοντος του ανθρώπου απέναντι στην δημιουργία, είναι το δώρο του Θεού στον άνθρωπο και η αξιολογική διαφορά του από τα άλλα πλάσματα. Είναι το απαύγασμα της πραγμάτωσης των δυνατοτήτων του «κατ’εἰκόνα» και η ουσία του «καθ’ὁμοίωσιν».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΣΕΩΣ ΑΥΤΗΣ
Τόσο στην βιβλική παράδοση, όσο και στην πατερική σκέψη, θεμελιώδες ζήτημα της τελείωσης του ανθρώπου είναι η διδασκαλία, ότι ο άνθρωπος πλάστηκε «κατ’εἰκόνα» Θεού και «καθ’ὁμοίωσιν». Η δυνατότητα αυτή της τελείωσης, που υπάρχει στον άνθρωπο μετά την πτώση, οφείλεται στον πυρήνα της Θ. Πρόνοιας που δεν είναι άλλος από την ενσάρκωση του Χριστού.[27] Το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Λόγος του Θεού, υιοθετεί το ανθρώπινο σώμα και, κατά συνέπεια, γίνεται το μέσον με το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να οικειοποιηθεί την σωτηρία του και να φθάσει στο «καθ’ὁμοίωσιν». Η ίδια η λέξη «ενσάρκωση», φανερώνει την σημασία που έχει για την χριστιανική διδασκαλία, το σώμα και η υλική δημιουργία. Οι Πατέρες της Εκκλησίας τόνισαν την θέση, ότι οι ιδιότητες του «κατ’εἰκόνα» είναι πνευματικής υφής.[28]Η ερμηνεία αυτή, έδωσε την αφορμή να προκύψει ένα φλέγον ζήτημα περί διχοτόμησης της φύσεως του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Α. Κεσελόπουλο, η προσέγγιση του θέματος από την Ορθόδοξη θεολογική σκέψη σε καμία περίπτωση δεν συνηγορεί στην άποψη της διχοτόμησης.[29] Από πολύ νωρίς, όταν η θεολογία έκανε τα πρώτα της βήματα μέσα από την σκέψη του Αποστόλου Παύλου, έγινε ξεκάθαρο ότι ο άνθρωπος είναι μία ψυχοσωματική ολότητα και ως τέτοια θα πρέπει να την αντιμετωπίζουμε.[30]Η χρήση των όρων «σάρξ» και «πνεύμα» τόσο από τον Παύλο, όσο και από τους Πατέρες, δεν θα πρέπει να ερμηνευτεί με την πλατωνική έννοια, αλλά κάτω από το πρίσμα της παύλειας Ανθρωπολογίας. Η «σάρξ» υποδηλώνει την «πτωτική» κατάσταση του ανθρώπου, ενώ το «πνεύμα», τον νέο «εν Χριστώ» άνθρωπο, εννοούμενοι και οι δύο «τύποι» ανθρώπων στην ολότητά τους.[31]
Κατά την άποψή μας, οι Πατέρες θεολόγησαν με τους συγκεκριμένους όρους, για να αποφύγουν μία έντονα ανθρωπομορφική προσέγγιση του «κατ’εἰκόνα» και όχι για να συνηγορήσουν υπέρ μιας μονομέρειας της ανθρώπινης φύσεως. Όπως επισημαίνει ο Γ. Πατρώνος, με τον όρο « εικόνα» θα πρέπει να εννοήσουμε την καθολικότητα του ανθρώπου, την οποία ορθά συσχετίζει με την έννοια του «προσώπου», ως ψυχοσωματικής ολότητας.[32] Ομοίως και ο Κ. Παπαπέτρου, θεωρεί ότι ο άνθρωπος ως «πρόσωπο» είναι φορέας της καθολικότητας και η καθολικότητα αυτή δεν είναι μόνο το βάθος του, αλλά και η ποικιλία των διαφόρων μορφών της έκφρασής του. Για τον λόγο αυτό, είναι απαράδεκτη η παραμέληση του σώματος, εφόσον κάτι τέτοιο δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας.[33] Άλλωστε η ολοκλήρωση του ανθρώπου, δεν μπορεί να είναι μονομερής, να αναφέρεται δηλαδή μόνο σε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσεως, γιατί η μονομέρεια αντίκειται στην έννοια της ολοκλήρωσης. Αλλά και η εσχατολογική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι απολύτως ξεκάθαρη στο ζήτημα αυτό. Στην Καινή Διαθήκη, ο Παύλος συνδέει άρρηκτα την πίστη στην ανάσταση των νεκρών με την πίστη στην Ανάσταση του Χριστού.[34] Η Δευτέρα Παρουσία δεν αφορά στην ανάσταση των ψυχών, αλλά στον άνθρωπο ως σώμα και ψυχή.[35] Αλλά και η έννοια της ανάστασης ως «παλιγγενεσία»,[36]μας παραπέμπει στην δημιουργία, μία επιστροφή δηλαδή στην αρχική κατάσταση, όπου η φθορά και ο θάνατος δεν υπήρχαν. Η σωτηρία με άλλα λόγια, έγκειται στην επαναφορά της ύλης και του σώματος στην αρχέγονη κατάσταση και όχι σε μία νέα πραγματικότητα, όπου θα έχει καταργηθεί κάθε έννοια υλικής υπόστασης.Η θέση της ύλης και του σώματος στην Ορθόδοξη Θεολογία, είναι σαφές ότι επηρέασε και την ασκητική σκέψη και πρακτική, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εμφάνισης του ασκητισμού και του Μοναχικού βίου στον χώρο του Χριστιανισμού. Όταν μιλάμε για άσκηση, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εννοήσουμε τον αγώνα του ανθρώπου να υπερβεί τα πάθη του και να φθάσει στην τελείωση. Με αυτήν την έννοια, η άσκηση δεν αφορά μόνο στους μοναχούς, όπως κακώς εκλαμβάνεται από τον περισσότερο κόσμο, αλλά σε όλους τους ανθρώπους. Η άσκηση αφορά στον συνειδητό αγώνα του ανθρώπου να ξεπεράσει την εγωκεντρικότητά του, τον εγωισμό εκείνο δηλαδή, που έχει ξεφύγει από τα φυσιολογικά όρια της αυτοσυντήρησης και επιδιώκει να κυριαρχήσει εις βάρος των συνανθρώπων του. Άλλωστε, όλα τα πάθη από τα οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να απαλλαγεί, είναι παρακλάδια του εγωισμού, ο οποίος δεν αφορά μόνο στις επιθυμίες του σώματος. Η πιο ύπουλη και επικίνδυνη μορφή του, κρύβεται πίσω από την έπαρση της προσπάθειας για την τελείωση του ανθρώπου. Ο εγωισμός της σάρκας δεν καταπολεμάται για να αντικατασταθεί από τον εγωισμό του πνεύματος. Κατά συνέπεια, η αντίληψη ότι ο σκοπός της άσκησης είναι η νέκρωση της σάρκας, δεν εκφράζει την Ορθόδοξη Παράδοση. Η Εκκλησία, φρόντισε από πολύ νωρίς, να απομακρυνθεί από τις ακρότητες τέτοιων αντιλήψεων, όπως συνέβη με τον Γνωστικισμό. Σκοπός της άσκησης είναι η πραγμάτωση της ουσίας του ανθρώπου, επιτυγχάνοντας την υπέρβαση των ορίων του. Η νέκρωση της σάρκας θα σήμαινε και την νέκρωση του ίδιου, άρα το άδοξο και άσκοπο τέλος του αγώνα του. Ο ασκητής ζητά να απαλλαγεί, όχι από το ίδιο του το σώμα, αφού αυτό θα ισοδυναμούσε με την συνειδητή επιλογή της αυτοκτονίας, αλλά από τις επιθυμίες εκείνες του σώματος που τον απομακρύνουν από τον στόχο του.
Αυτή η αξία όμως που αποδίδεται στο σώμα, σε καμία περίπτωση δεν υπερεκτιμάται. Το σώμα είναι πολύτιμο, γιατί είναι ο φορέας της ανθρώπινης ουσίας. Η ουσία του ανθρώπου όμως δεν περιορίζεται στο σώμα του. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν ο άνθρωπος ταυτίζει την ουσία του με την σάρκα του. Κατά συνέπεια, αναλώνεται στην ικανοποίηση των απαιτήσεων της. Σύμφωνα με την πατερική Θεολογία, άσκηση είναι η υπέρβαση των απαιτήσεων των αισθήσεών μας.[37]Η υπέρβαση αυτή, είναι γεγονός απελευθέρωσης του ανθρώπου, ο οποίος με αυτό τον τρόπο, επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις του. Την σχέση του με τον Θεό, με τον ίδιο του τον εαυτό, με τους άλλους και με την φύση. Και επειδή ο άνθρωπος είναι οι σχέσεις του και, εφόσον η επίτευξη της σωτηρίας του είναι κατεξοχήν γεγονός κοινωνίας, οι κοινωνικές προεκτάσεις της πατερικής θεολογικής σκέψης για την θέση του σώματος στην ζωή του ανθρώπου, είναι εξαιρετικά σημαντικές. Ο ασκητικός τρόπος ζωής είναι επί της ουσίας, το φάρμακο σε κάθε είδους πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία και ως πλανήτης. Μπορούμε να διακρίνουμε αρκετούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας που θα άλλαζαν ριζικά, αν ο άνθρωπος επαναπροσδιόριζε την σχέση του με το σώμα του. Στον τομέα της υπερκατανάλωσης,[38] θα μπορούσε να είναι η λύση στην κοινωνική ανισότητα και την αδικία,[39] ο τρόπος για την αντιμετώπιση της φτώχειας και των επισιτιστικών κρίσεων, η υπέρβαση της διαίρεσης του πλανήτη σε χώρες πρώτου, δεύτερου και τρίτου κόσμου, σε χώρες αναπτυσσόμενες και υποανάπτυκτες, η παύση των πολεμικών συγκρούσεων αλλά και η απάντηση στην οικολογική καταστροφή του πλανήτη. Στον τομέα των προσωπικών σχέσεων, ιδιαίτερα η κρίση ανάμεσα στα δύο φύλα, έχει άμεση σχέση με τον τρόπο που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος τις επιθυμίες του σώματός του. Η αυτοκυριαρχία και η αξιολογική ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του, θα οδηγούσε, όχι μόνο στην ειλικρινή και υγιή σχέση του με το άλλο φύλο, αλλά και στην δημιουργίας της τέλειας κοινωνίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αν σήμερα, η σχέση του ανθρώπου με την ύλη και την σωματικότητά του ήταν η ενδεδειγμένη, θα άλλαζε η πορεία της ανθρωπότητας. Το τραγικό σφάλμα του ανθρώπου, βρίσκεται στο ότι δεν έχει συνειδητοποιήσει πως ο σκοπός της ύπαρξης του δεν είναι η υλική του υπόσταση, αλλά το μέσον για να φτάσει στον σκοπό του, που δεν είναι άλλος από την μετοχή στην Δόξα του Θεού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Παρά τις, κατά καιρούς, παρεξηγήσεις και παρερμηνείες που έχουν διατυπωθεί για την θέση την οποία έχει η υλική δημιουργία στην Ορθόδοξη Θεολογία, είδαμε, μέσα από την συνοπτική αυτή παρουσίαση, ότι η Εκκλησία διαμόρφωσε μια διδασκαλία που στηρίζεται στην αρμονική και ισορροπημένη σχέση των μερών της πραγματικότητας. Δεν υιοθέτησε τις ακραίες ασκητικές τάσεις άλλων φιλοσοφικών και θρησκευτικών ομάδων, ούτε την διχοτόμηση της φύσεως του ανθρώπου. Αντίθετα, είδε τον κόσμο μέσα από την οπτική της ενότητας εκείνης που στηρίζεται στην θέση ότι η φύση, είναι κτίσμα ενός Δημιουργού και κατά συνέπεια κάθε στοιχείο της έχει την αξία και τον σκοπό της ύπαρξής του. Ταυτόχρονα όμως, επισήμανε την αλλοτρίωση που επιφέρει στον άνθρωπο και την φύση, η απολυτοποίηση της υλικής διάστασης του κόσμου. Η ένταση αυτής της επισήμανσης ήταν τέτοια, που πολλοί θεώρησαν ότι η Εκκλησία είναι αντίθετη σε κάθε ανάπτυξη τεχνολογικής και τεχνοκρατικής φύσεως. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι η έντονη αντίδραση της Εκκλησίας προέκυψε ως αποτέλεσμα της έντονης προσήλωσης του ανθρώπου στον λεγόμενο τεχνοκρατικό «υλισμό», την θεώρηση δηλαδή της τεχνολογίας ως τον βασικό, τον τελικό και τον αποκλειστικό στόχο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η συγκεκριμένη προσκόλληση, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ουσία της διδασκαλίας της Ορθόδοξης Θεολογίας. Εφόσον ο στόχος του ανθρώπου είναι η αξιοποίηση των δυνατοτήτων του «κατ’εἰκόνα», προκειμένου να φθάσει στο «καθ’ὁμοίωσιν», η μονομέρεια, συνιστά εκτροχιασμό των στόχων του και την αλλοτρίωση της υπόστασης του ως «προσώπου».Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος καθηλώνεται στα στοιχεία εκείνα της φύσης του, που η ύπαρξή τους νοηματοδοτείται μόνο μέσα από το πρίσμα της ολοκλήρωσης του, η οποία όμως ματαιώνεται εξαιτίας αυτής της καθήλωσης. Οι συνέπειες είναι τραγικές, γιατί αφορούν στο σύνολο της δημιουργικής Ενέργειας του Θεού. Εφόσον ο άνθρωπος, ως «ιερέας», είναι υπεύθυνος για την ολοκλήρωση της φυσικής δημιουργίας, η διαστρέβλωση του συνεπάγεται και την διαστρέβλωση της φύσης, μία συνέπεια που δυστυχώς στις μέρες μας, αποδεικνύεται απελπιστικά ρεαλιστική.Είναι αρκετά προφανές, ότι η αιτία του προβλήματος, δεν βρίσκεται στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, αλλά στην απολυτοποίησή της από τον άνθρωπο. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την συμβολή της στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, εφόσον έχει την δυνατότητα να επιλύσει πολλά σοβαρά προβλήματα. Η ανάπτυξη της ιατρικής και η θεραπεία ασθενειών, στηρίζονται στην τεχνολογία. Η παροχή του βασικού αγαθού της ζωής που είναι το νερό, η τροφή, η ενδυμασία, η προστασία από τις καιρικές συνθήκες, η ανάπτυξη και η παροχή της παιδείας, η διευκόλυνση της επικοινωνίας, η βελτίωση και η προστασία της φύσης, είναι δραστηριότητες βασικές και απαραίτητες που θεμελιώθηκαν στην δημιουργία της τεχνολογίας. Είναι βήματα αναγκαία, που μπορούν να βοηθήσουν την ανθρωπότητα. Ένας άνθρωπος που λιμοκτονεί, είναι λογικά και ιστορικά αποδεδειγμένο ότι δεν θα ασχοληθεί με την ανάπτυξη της αυτοσυνειδησίας του, ούτε με την σχέση του με τον Θεό. Η διδασκαλία της Εκκλησίας για τις δυνατότητες του «κατ’εἰκόνα», αναφέρεται όχι μόνο στην εμβάθυνση, αλλά και στην ποικιλία τους. Η εξερεύνηση των φυσικών νόμων και η αξιοποίησή τους, είναι στοιχεία της δημιουργικής ικανότητας του ανθρώπου, γεγονός που σημαίνει ότι όχι μόνο μπορεί, αλλά και επιβάλλεται να αξιοποιήσει, αρκεί η αξιοποίηση αυτή να συνδυαστεί με το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, που είναι η δυνατότητα του «αυτεξούσιου», η ικανότητα να κρίνει, να αξιολογεί, να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος και να παίρνει τις αποφάσεις εκείνες που θα τον οδηγήσουν, όχι σε ένα επιφανειακό και πρόσκαιρο όφελος, αλλά στην πραγματικότητα της ύπαρξής του, στην αναφορά του στον Δημιουργό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτεύουσα
Παλαιά Διαθήκη: Γένεσις
Καινή Διαθήκη: Επιστολές Παύλου, Καθολικές Επιστολές
Δευτερεύουσα
Γιανναρᾶ, Χ. Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Δόμος, 1986)
Γρηγορίου, Ἱερ. «Ὁ κόσμος τόπος λειτουργικός», Σύναξη 14 (1985)
Ζηζιούλα, Ἰ. Ἡ κτίση ὡς Εὐχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στό πρόβλημα τῆς οἰκολογίας (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, 1998)
Ζηζιούλα, Ἰ. «Ὁ Ἄνθρωπος, ἱερέας τῆς κτίσεως. Μιά συμβολή στή συζήτηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος», στό Ζωντανή Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο, ἐπιμ. ἔκδ. A. Walker καί Κ. Καρράς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 2001)
Ζηζιούλα, Ι. Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων.(Αθήνα: Αποστολική Διακονία 2008)
Καραβιδόπουλου, Ι. « “Εἰκών Θεοῦ” και “κατ΄εἰκόνα” Θεοῦ παρά τῷ Αποστόλῳ Παύλῳ.Αἰ χριστολογικαί βάσεις τῆς παύλειου Ανθρωπολογίας» Εναίσιμος ἐπί διδακτορία, διατριβή ὑποβληθείσα εἰς τήν Θεολογικήν σχολήν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἐπιστημονική ἐπετηρίς Θεολογικής σχολής, παράρτημα τοῦ Η΄τόμου( Θεσσαλονίκη: 1964)
Καραβιδόπουλου, Ι. Προσωπείο και πρόσωπο κατά τους τρείς Ιεράρχες. Λόγος στην εορτή των τριών Ιεραρχών(Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,1979)
Κεσελόπουλου, Ἀ. Ἄνθρωπος καί Φυσικό Περιβάλλον (Ἀθήνα:Δόμος, 1989).
Ματσούκα, Ν. Κόσμος, Ἄνθρωπος, Κοινωνία κατά τόν Ἁγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1980)
Μητσόπουλου, Ν. Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας (Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων 1988)
Meyendorff, J. «Δημιουργία», στό ἔργο τοῦ ἰδίου Βυζαντινή Θεολογία (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἴνδικτος, 2010)
Νησιώτη, Ν. «Ἡ φύσις ὡς κτίση», Σύναξη 14 (1985)
Παπαδόπουλου, Σ. Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας .Η σκέψη και τα έργα τους
( Αθήνα: Εκδοτική Εστία, 1986)
Παπαπέτρου, Κ. Η ιδιοτροπία ως πρόβλημα οντολογικής ηθικής(Αθήνα:1973)
Πατρώνου, Γ. Η θέωση του ανθρώπου((Ἀθήνα:Δόμος, 1995)
Ράγκου, Σπ. « Η συνάντηση του ελληνισμού με τον χριστιανισμό από τον πρώτο έως τον τέταρτο αιώνα», στο Δ.Μόσχος, Σ.Ράγκος, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά. Τόμος Α΄ Οι Πρώτες Ιστορικές Καταβολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Άνοικτοῦ Πανεπιστημίου 2002)
Florovsky, G. «Δημιουργία καί Δημιουργηματικότητα», στό ἔργο τοῦ ἰδίου, Δημιουργία καί Ἀπολύτρωση (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, 1983)
[1]Ι.Ζηζιούλα, Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων.(Αθήνα: Αποστολική Διακονία 2008)113,114.
[2]Γεν.1,1. Βλ.και Ν.Μητσόπουλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας (Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων 1988),62.
[3]Ἰ. Ζηζιούλα, «Ὁ Ἄνθρωπος, ἱερέας τῆς κτίσεως. Μιά συμβολή στή συζήτηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος», στό Ζωντανή Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο, ἐπιμ. ἔκδ. A. Walker καί Κ. Καρράς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 2001) 102.
[4]G. Florovsky, «Δημιουργία καί Δημιουργηματικότητα», στό ἔργο τοῦ ἰδίου, Δημιουργία καί Ἀπολύτρωση (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, 1983)52.
[5]Ἰ. Ζηζιούλα, Ἡ κτίση ὡς Εὐχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στό πρόβλημα τῆς οἰκολογίας (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, 1998)82-84.
[6]Χ. Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Δόμος, 1986)77.
[7]Ν.Ματσούκα, Κόσμος, Ἄνθρωπος, Κοινωνία κατά τόν Ἁγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1980)48,49.
[8]Ἀ. Κεσελόπουλου, Ἄνθρωπος καί Φυσικό Περιβάλλον (Ἀθήνα:Δόμος, 1989)30.
[9]Ν.Μητσόπουλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας (Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων 1988),68.
[10] Γεν.α΄8,10,13,18,21,25.
[11] Οπ.β΄15.
[12] Οπ.γ΄23.
[13] Ρωμ.η΄,22.
[14]Χ. Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς Πίστης (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Δόμος, 1986)76,77.
[15]Ἰ. Ζηζιούλα, Ἡ κτίση ὡς Εὐχαριστία. Θεολογική προσέγγιση στό πρόβλημα τῆς οἰκολογίας (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, 1998)90.
[16]Γεν.α΄28-30.
[17]G. Florovsky, «Δημιουργία καί Δημιουργηματικότητα», στό ἔργο τοῦ ἰδίου, Δημιουργία καί Ἀπολύτρωση (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, 1983)57.
[18]Ν .Ματσούκα, Κόσμος, Ἄνθρωπος, Κοινωνία κατά τόν Ἁγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1980)52,53.
[19]Ἰ. Ζηζιούλα,. «Ὁ Ἄνθρωπος, ἱερέας τῆς κτίσεως. Μιά συμβολή στή συζήτηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος», στό Ζωντανή Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο, ἐπιμ. ἔκδ. A. Walker καί Κ. Καρράς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 2001)120.
[20]Ν. Νησιώτη, «Ἡ φύσις ὡς κτίση», Σύναξη 14 (1985)19.
[21]Ν .Ματσούκα, Κόσμος, Ἄνθρωπος, Κοινωνία κατά τόν Ἁγ. Μάξιμο τόν Ὁμολογητή (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Γρηγόρη, 1980)91.
[22]Ἰ. Ζηζιούλα,. «Ὁ Ἄνθρωπος, ἱερέας τῆς κτίσεως. Μιά συμβολή στή συζήτηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος», στό Ζωντανή Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο, ἐπιμ. ἔκδ. A. Walker καί Κ. Καρράς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 2001)119.
[23]Meyendorff, J. «Δημιουργία», στό ἔργο τοῦ ἰδίου Βυζαντινή Θεολογία (Ἀθήνα:Ἐκδόσεις Ἴνδικτος, 2010)293.
[24]Ἰ. Ζηζιούλα, «Ὁ Ἄνθρωπος, ἱερέας τῆς κτίσεως. Μιά συμβολή στή συζήτηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος», στό Ζωντανή Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο, ἐπιμ. ἔκδ. A. Walker καί Κ. Καρράς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 2001)121.
[25]Σ.Παπαδόπουλου, Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας .Η σκέψη και τα έργα τους ( Αθήνα: Εκδοτική Εστία, 1986)335.
[26]Ἰ. Ζηζιούλα, «Ὁ Ἄνθρωπος, ἱερέας τῆς κτίσεως. Μιά συμβολή στή συζήτηση τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος», στό Ζωντανή Ὀρθοδοξία στόν σύγχρονο κόσμο, ἐπιμ. ἔκδ. A. Walker καί Κ. Καρράς (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 2001)119.
[27]Ἰωάνν.α΄14.
[28]Ἀ. Κεσελόπουλου, Ἄνθρωπος καί Φυσικό Περιβάλλον (Ἀθήνα:Δόμος, 1989)76,77.
[29]Οπ.,63.
[30]Α΄Κορ.ς΄19.
[31]Ι.Καραβιδόπουλου, Προσωπείο και πρόσωπο κατά τους τρείς Ιεράρχες. Λόγος στην εορτή των τριών Ιεραρχών(Θεσσαλονίκη:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,1979)23.
[32]Γ.Πατρώνου, Η θέωση του ανθρώπου((Ἀθήνα:Δόμος, 1995),44,45,49.
[33]Κ.Παπαπέτρου, Η ιδιοτροπία ως πρόβλημα οντολογικής ηθικής(Αθήνα:1973),38,39.
[34]Α΄Κορ.ιε΄16,17.
[35]Ι.Καραβιδόπουλου, « “Εἰκών Θεοῦ” και “κατ΄εἰκόνα” Θεοῦ παρά τῷ Αποστόλῳ Παύλῳ.Αἰ χριστολογικαί βάσεις τῆς παύλειου Ανθρωπολογίας» Εναίσιμος ἐπί διδακτορία, διατριβή ὑποβληθείσα εἰς τήν Θεολογικήν σχολήν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ἐπιστημονική ἐπετηρίς Θεολογικής σχολής, παράρτημα τοῦ Η΄τόμου( Θεσσαλονίκη: 1964)75.
[36]Ματθ.ιθ΄,28.
[37] Ἀ. Κεσελόπουλου, Ἄνθρωπος καί Φυσικό Περιβάλλον (Ἀθήνα:Δόμος, 1989)158.
[38] Ἀ. Κεσελόπουλου, Ἄνθρωπος καί Φυσικό Περιβάλλον (Ἀθήνα:Δόμος, 1989)159.
[39] Οπ.,162.