Διάκριση και διάλογος Εκκλησίας και πολιτισμών

Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, όπως και για τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Ιδιαίτερα όσον αφορά στο ζήτημα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, πολλοί άνθρωποι νιώθουν ένα έντονο συναίσθημα ανασφάλειας και φόβου μπροστά στα κύματα των προσφύγων και των μεταναστών από μουσουλμανικές κυρίως χώρες, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που φοβούνται το ενδεχόμενο μιας ισλαμοποίησης. Αλλά και η παγκοσμιοποίηση προκαλεί ανησυχίες, εφόσον επί της ουσίας-αν και προϋποθέτει τον πλουραλισμό- στην πραγματικότητα οδηγεί στην ομογενοποίηση μέσω της επιβολής της Δυτικής κουλτούρας. Είναι φανερό ότι τα δύο αυτά φαινόμενα συνδέονται μεταξύ τους, αφού η ύπαρξη τους οφείλεται στην κατάργηση με κάποιο τρόπο των συνόρων.

Φυσικά αν ανατρέξουμε στην ιστορία, θα δούμε ότι αυτά τα γεγονότα δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, αλλά υπήρχαν ανάλογά τους και στην αρχαιότητα, ιδιαίτερα όσον αφορά στην παγκοσμιοποίηση, με την εμφάνιση όλων των μεγάλων αυτοκρατοριών. Θα μπορούσαμε, υπό αυτή την έννοια, να πούμε ότι η σημερινή εποχή έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα με την εποχή της έλευσης του Χριστού[1]. Η διαφορά από τη σημερινή κατάσταση βρίσκεται στην κλίμακα έκτασης και στον τρόπο κατάργησης των συνόρων. Αφενός περιλαμβάνει κυριολεκτικά ολόκληρο τον πλανήτη και αφετέρου η κατάργηση σήμερα δε γίνεται με την κήρυξη πολέμου και την επιβολή της τάξης, αλλά μέσω των σύγχρονων τεχνολογιών επικοινωνίας, όπου η επαφή με την άλλη άκρη της Γης είναι κυριολεκτικά υπόθεση μερικών δευτερολέπτων.

Όλα αυτά τα ζητήματα αφορούν άμεσα στην Εκκλησία, η οποία βρίσκεται και αγωνίζεται εντός του κόσμου, με συνέπεια τα προβλήματα της ανθρωπότητας να είναι και δικά της προβλήματα. Το συγκεκριμένο ζήτημα, η σχέση δηλαδή της Εκκλησίας με τους πολιτισμούς, είναι εξαιρετικά ευαίσθητο, αν λάβουμε υπόψη μας ότι η οικουμενικότητα και η καθολικότητα είναι δύο από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, πως μπορεί να συνδυαστεί η οικουμενικότητα της με τον πλουραλισμό των πολιτισμών; Έχει σχέση η οικουμενικότητα αυτή με την παγκοσμιοποίηση ή όχι; Τα ζητήματα αυτά καθώς και τη σχέση της Εκκλησίας με τους πολιτισμούς, τη σχέση της Πεντηκοστής με την υιοθέτηση των πολιτισμών, το ζήτημα της απολυτοποίησης κάποιων πολιτισμών, τη σχέση μεταφράσεων και πρωτότυπου, καθώς και τον ρόλο του πολιτισμού ενόψει των έσχατων χρόνων, είναι τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α΄ΜΕΡΟΣ

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ………………………………………………………………………4

Β΄ΜΕΡΟΣ

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ………………………………………………………….......…………..9

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………………………………….14

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………………………………..…15

Α΄ΜΕΡΟΣ

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ

Άνθρωπος, ιστορία και πολιτισμός είναι έννοιες που δεν νοούνται η μία δίχως την άλλη. Αν ιστορία είναι το σύνολο των ενεργειών και πράξεων του ανθρώπου, ο πολιτισμός είναι ο ιδιαίτερος και μοναδικός τρόπος έκφρασης αυτών των ενεργειών. Είναι το πλαίσιο το οποίο ο ίδιος ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει, προκειμένου να εκφράσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο πραγματώνει τις δυνατότητές του, καθώς και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο βλέπει τον εαυτό του, τους άλλους, τον κόσμο, τον Θεό, αλλά και τη σχέση του με αυτούς. Άρα δεν νοείται άνθρωπος χωρίς κάποιου είδους πολιτισμό.

Υπό αυτό το σκεπτικό, η ενσάρκωση του Χριστού δεν θα μπορούσε να έχει γίνει ερήμην του πολιτισμού. Το γιατί επιλέχθηκε ο Σημιτικός πολιτισμός έναντι κάποιου άλλου, έχει βέβαια τη σημασία του, αλλά δεν είναι το ουσιώδες για το θέμα που εξετάζουμε. Το σημαντικό είναι ότι ενώ η ενσάρκωση του Χριστού έγινε στο πλαίσιο του Σημιτικού κόσμου, η ενσάρκωση του μηνύματός του, με άλλα λόγια η συγγραφή του Ευαγγελίου, έγινε στο πλαίσιο ενός διαμετρικά αντίθετου πολιτισμού, του ελληνικού. Ο Χριστιανισμός με αυτόν τον τρόπο, αγκάλιασε τους εκπροσώπους των δύο αντίθετων θρησκευτικών και όχι μόνο, κόσμων.

Πριν ακόμα από τη διατύπωση του Ευαγγελίου, συνέβησαν δύο καθοριστικής σημασίας γεγονότα. Το πρώτο είναι η Πεντηκοστή. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αμερικής Δημήτριος, η Πεντηκοστή έχει άμεση σχέση με την κατάφαση των πολιτισμών, ακριβώς γιατί το θαύμα δεν ήταν η κατανόηση από διαφορετικούς πολιτισμούς της μιας γλώσσας των Αποστόλων, αλλά η ομιλία των Απόστολων στις πολλές γλώσσες του πλήθους[1]. Το δεύτερο σημαντικότατο γεγονός, το οποίο αποτελεί επί της ουσίας λογική συνέπεια της Πεντηκοστής, είναι οι αποφάσεις της Αποστολικής Συνόδου (Ιεροσόλυμα 49 μ.Χ.), η οποία όχι μόνο επέτρεψε τη διάδοση του Ευαγγελίου στους εθνικούς, αλλά δεν δέχθηκε τον προσηλυτισμό στον Ιουδαϊσμό, ως το προπαρασκευαστικό στάδιο του βαπτίσματος των εθνικών στη χριστιανική πίστη. Εάν η Πεντηκοστή θεωρείται η κατάργηση των συνόρων των πολιτισμών[2], η Αποστολική Σύνοδος αποτελεί την άρνηση της απολυτοποίησης ενός πολιτισμού.[3] Η στάση του Απ. Παύλου στο ζήτημα αυτό είναι άκρως ενδεικτική της στάσης της Εκκλησίας απέναντι στους πολιτισμούς. «… καὶ ἐγενόμην τοῖς Ἰουδαίοις ὡς Ἰουδαῖος, ἵνα Ἰουδαίους κερδήσω…»[4]. Τη στάση αυτή ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αμερικής Δημήτριος ονομάζει «προσωπικό πλουραλισμό»[5] και δηλώνει αφενός την κατάφαση των πολιτισμών, αφετέρου μας παραπέμπει στον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος έγινε άνθρωπος προκειμένου να μας σώσει.[6] Το ίδιο σκεπτικό φανερώνουν και τα έργα των Απολογητών, ιδιαίτερα ο σπερματικός λόγος του Ιουστίνου[7], ενώ οι Καππαδόκες Πατέρες χρησιμοποίησαν την ορολογία της ελληνικής φιλοσοφίας για να εκφράσουν τις ιδιαιτερότητες της χριστιανικής Δογματικής. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στη λατρεία διαμορφώθηκαν κατά τους πρώτους αιώνες, τουλάχιστον σαράντα διαφορετικές λειτουργίες[8].

Η Εκκλησία από πολύ νωρίς προχώρησε στις μεταφράσεις του Ευαγγελίου σε αρκετές γλώσσες,[9] ενώ δεν δίστασε να δημιουργήσει νέο αλφάβητο για τους Σλάβους (με τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο), προκειμένου να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές και κατηχητικές ανάγκες των νέων αυτών Χριστιανών. Σε αντίθεση με την πρώτη Εκκλησία, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ανακήρυξε τα Εβραϊκά, τα Ελληνικά και τα Λατινικά -εντελώς αυθαίρετα τα τελευταία κατά την άποψή μας- ως ιερές γλώσσες, απαγορεύοντας τη μετάφραση του Ευαγγελίου σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις το 1962 με τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο έγιναν αποδεκτές οι μεταφράσεις και σε άλλες γλώσσες[10].

Η χρησιμοποίηση του ελληνικού πολιτισμού προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες διάδοσης του ευαγγελικού μηνύματος, έδωσε την αφορμή να υπάρξουν διαφορετικές όσο και αντικρουόμενες απόψεις για την αξία αυτού του πολιτισμού. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι η επιλογή του ελληνικού πολιτισμού για τη διάδοση του Ευαγγελίου δεν ήταν τυχαία, αλλά δηλώνει μία ανωτερότητα αυτού του πολιτισμού έναντι των άλλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η άποψη του Χρ. Γιανναρά για την αξία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η Εκκλησία ως ιστορικό γεγονός και όχι ως θεωρητικό ιδεολόγημα, έχει απόλυτη ανάγκη τον πολιτισμό, εφόσον είναι αυτός που τη μετατρέπει σε ενυπόστατη πραγματικότητα[11], χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με αυτόν. Έτσι, «ενώ διαφοροποιείται η γλώσσα και η εκφραστική, μένει αναλλοίωτος ο τρόπος της Ευχαριστίας»[12]. Από την άλλη όμως θεωρεί ότι υπάρχουν πολιτισμοί, οι οποίοι είναι αδύνατο να κοινωνήσουν τον τρόπο ζωής της Εκκλησίας. Αυτό κατά την άποψή του οφείλεται στην ανεπάρκεια του λεξιλογίου τους, η οποία προκύπτει από τον ατομοκεντρικό τρόπο ύπαρξής τους[13]. Στη συνέχεια, ενώ επισημαίνει τον κίνδυνο ειδωλοποίησης -δηλαδή απολυτοποίησης- ενός πολιτισμού, στο τελικό συμπέρασμα θεωρεί απαραίτητη τη μύηση στην «αρχαιοελληνική γλωσσική σημαντική», προκειμένου να βαπτισθεί κάποιος Χριστιανός[14], πράγμα που σαφέστατα υποδεικνύει την απολυτοποίηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.

Ωστόσο, πλήθος άλλων θεολόγων θεωρούν απαράδεκτη την απολυτοποίηση οποιουδήποτε πολιτισμού. Κατά τον Αναστάσιο Γιαννουλάτο οι πολιτισμοί «υιοθετούνται και δεν απολυτοποιούνται»[15]. Για τον Κλάψη, μία συγκεκριμένη πολιτισμική κατανόηση δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους άλλους πολιτισμούς στην επαφή τους με το Ευαγγέλιο, Για τον λόγο αυτό δεν θα πρέπει να απολυτοποιηθεί καμία πολιτισμική έκφραση[16]. Σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν σαν να ταυτίζαμε τον συγκεκριμένο πολιτισμό με την Αποκάλυψη[17]. Ο Χόντρ πολύ εύστοχα αναφέρει το παράδειγμα της Αποστολικής Συνόδου, σύμφωνα με τις αποφάσεις της οποίας, δεν έγινε δεκτή η μύηση στον Ιουδαϊσμό προκειμένου κάποιος εθνικός να βαπτισθεί Χριστιανός. Εάν δεν έγινε η μύηση δεκτή για τον Ιουδαϊσμό, πως θα μπορούσε να γίνει για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό[18];

Η επιλογή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού για τη σάρκωση της αλήθειας του Χριστού, οπωσδήποτε δεν ήταν τυχαία, αλλά αυτό κατά την άποψή μας δεν έχει να κάνει με την ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας, αλλά με το γεγονός ότι η κοινή ελληνιστική ήταν η επικρατούσα γλώσσα της εποχής εκείνης. Όσον αφορά στη μετάφραση σε άλλες γλώσσες, είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η διατύπωση και πολύ περισσότερο η μετάφραση ενός μηνύματος, περιέχει αρκετές δυσκολίες και κινδύνους. Ωστόσο η κατανόηση μιας αλήθειας δεν έχει να κάνει με τις λέξεις καθαυτές, αλλά με το νόημα που εμείς θα συμφωνήσουμε να τους δώσουμε. Ας μην ξεχνάμε ότι οι λέξεις είναι απλά σύμβολα μίας πραγματικότητας, η οποία εφόσον αποτελεί καθολική αλήθεια, μπορεί να εκφραστεί από κάθε γλώσσα, αλλιώς δεν θα ήταν ούτε καθολική, ούτε αλήθεια. Σύμφωνα με τον Γιανναρά όμως, υπάρχουν πολιτισμοί οι οποίοι λόγω της ατομοκεντρικότητάς τους δεν μπορούν να εκφράσουν γλωσσικά τα νοήματα του προσωποκεντρικού Χριστιανισμού. Και αυτό συμβαίνει γιατί τα νοήματα των λέξεων, έχουν να κάνουν με τον βαθμό αυτοσυνειδησίας ενός πολιτισμού και είναι σίγουρο ότι ο βαθμός αυτός ποικίλλει, τόσο ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς, όσο και ανάμεσα στην εξέλιξη των πολιτισμών αυτών μέσα στον χρόνο. Κατά την άποψή μας όμως, η ατομοκεντρικότητα μιας κουλτούρας έχει να κάνει με τον πυρήνα της, ενώ αντίθετα η γλώσσα, η οποία υπηρετεί την συγκεκριμένη κουλτούρα, δεν ανήκει στον πυρήνα της αλλά στα εκφραστικά της μέσα, πρόκειται δηλαδή για περιφερειακό στοιχείο. Αυτό που έρχεται σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό δεν είναι η γλώσσα, αλλά η ουσία ενός πολιτισμού, άρα κατά την άποψή μας η Εκκλησία οφείλει να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα για να αλλάξει την ουσία. Εξάλλου αυτοί οι πολιτισμοί, οι οποίοι κατά την άποψη του Γιανναρά διαφοροποιούνται ριζικά από τον Χριστιανισμό, είναι αυτοί ακριβώς που έχουν την μεγαλύτερη ανάγκη να γνωρίσουν την χριστιανική διδασκαλία στην αυθεντικότητά της, ενώ η διαφορετικότητά τους δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να βρεθεί τρόπος έκφρασης της αλήθειας. Αυτό που σημαίνει είναι ότι ο τρόπος έκφρασης θα πρέπει να προσαρμοστεί στο πολιτιστικό επίπεδο των συγκεκριμένων λαών, ώστε η αλήθεια του Χριστού να γίνει κατανοητή από όλους. Επιπλέον η γλώσσα είναι ένα ζωντανό ανθρώπινο δημιούργημα, το οποίο εξελίσσεται μέσα στον χρόνο, άρα πάντα θα υπάρχει το περιθώριο για τη δημιουργία νέων γλωσσικών όρων ή την αλλαγή του νοήματος μιας λέξης, όπως έγινε με τον όρο υπόσταση, ο οποίος αρχικά δήλωνε την ουσία, ενώ με την καίρια επέμβαση των Καππαδοκών Πατέρων δήλωνε πλέον το πρόσωπο. Εξάλλου, εάν δεχθούμε την άποψη του Γιανναρά θα πρέπει να ακυρώσουμε ολόκληρο το έργο του Κύριλλου και του Μεθόδιου. Η πεποίθηση ότι δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στην εκκλησιαστική εμπειρία αν αγνοούμε τη διαφορά μεταξύ του όρου «υπόσταση» από τον όρο «ουσία»[19], αφαιρεί από τον Χριστιανισμό την οικουμενικότητα του, αφού τον μετατρέπει σε ένα ελιτίστικο κλαμπ διανοούμενων θεολόγων, αφήνοντας έξω από την πόρτα τους απλούς πιστούς. Ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξαν πολλοί άγιοι που αγνοούσαν τη διαφορά μεταξύ υπόστασης και ουσίας, αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε από την αγιοσύνη.

Όσον αφορά στο ζήτημα της απολυτοποίησης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ενώ σωστά επισημαίνει ο Γιανναράς τον κίνδυνο ειδωλοποίησης, θεωρεί όμως ως ειδωλοποίηση τη μη βιωματική κατανόηση της ουσίας του εν λόγω πολιτισμού και την καθήλωση στα εξωτερικά χαρακτηριστικά του[20]. Με αυτόν τον τρόπο όμως φαίνεται σαν να ταυτίζει την ουσία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με την καθολική αλήθεια, παραθεωρώντας το γεγονός ότι η ουσία ακόμα και του πιο εξελιγμένου πολιτισμού, δεν μπορεί να ταυτίζεται με την αλήθεια, αλλά στην καλύτερη περίπτωση να αποτελεί ένα μικρό μέρος της.

Εάν ο πολιτισμός είναι αυτός που δίνει στον εκκλησιαστικό τρόπο ύπαρξης την υπόσταση του και για τον λόγο αυτόν ορθά δεν θα πρέπει να παραθεωρείται[21], άλλο τόσο δεν θα πρέπει να απολυτοποιήται, πρώτον γιατί ο πολιτισμός είναι ανθρώπινο δημιούργημα και ως τέτοιο από τη φύση του παραμένει σχετικό και δεύτερον, γιατί ο όρος υπόσταση σημαίνει έναν τρόπο ύπαρξης μοναδικό αλλά όχι μόνον. Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας έχουν το καθένα την ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη υπόσταση Τους, αλλά οι υποστάσεις είναι τρείς και όχι μία. Κατ΄ αναλογία, ο εκκλησιαστικός τρόπος ύπαρξης υποστασιάζεται σε κάθε πολιτισμό με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, αλλά αυτό μπορεί να γίνει τόσες φορές, όσοι είναι και οι πολιτισμοί που υπάρχουν. Γιατί μόνο έτσι μπορεί η Εκκλησία να είναι Οικουμενική και να είναι σύμφωνη με το εκπληκτικό γεγονός της Πεντηκοστής, η οποία δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ανάμνηση ενός θαυματουργικού γεγονότος, αλλά ως η εντολή για διαρκή και επικαιροποιημένη επικοινωνία με τους λαούς όλης της οικουμένης στη δική τους γλώσσα.

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Εφόσον η πολυπολιτισμικότητα που διακρίνει τις κοινωνίες σήμερα και το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης έχουν άμεση σχέση με τους πολιτισμούς, μπορούμε να καταλάβουμε ότι αφορούν άμεσα στην Εκκλησία και στη σχέση της με τους πολιτισμούς αυτούς. Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε στο ζήτημα δύο περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση αφορά στις παραδοσιακά Ορθόδοξες κοινωνίες, στις οποίες η εισροή πληθυσμών από άλλες θρησκείες και κουλτούρες δημιουργεί το φαινόμενο της πολυπολιτισμικότητας προκαλώντας αμηχανία και σε αρκετές περιπτώσεις φόβο, ενώ παράλληλα το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης με το προσωπείο του εκμοντερνισμού, ανοίγει την πόρτα στην ομοιομορφία των κοινωνιών με την επιβολή του δυτικού τρόπου σκέψης και ζωής, εις βάρος των άλλων πολιτισμών και των θρησκευτικών παραδόσεων. Η δεύτερη περίπτωση αφορά στη σχέση της Εκκλησίας με τους πολιτισμούς των μη χριστιανικών χωρών, οι οποίες τυχαίνει να έχουν πολύ διαφορετική κουλτούρα και πλήρη άγνοια του Ευαγγελίου.

Όσον αφορά στο γεγονός των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν είναι μόνο η επαφή με άλλες θρησκείες ή πολιτισμούς ο λόγος στον οποίον οφείλεται η πολυμορφία των κοινωνιών μας. Ακόμα και στα πλαίσια του ίδιου πολιτισμού ή και της ίδιας θρησκείας υπάρχει ένας διχασμός σε σχέση με την ερμηνεία κάποιων διδασκαλιών ή την ηθική εφαρμογή τους[22]. Το γεγονός αυτό, μεταξύ άλλων, οφείλεται σε θρησκευτικό συγκρητισμό όχι μόνο εθιμικού επιπέδου αλλά κυρίως δογματικού, οπότε μιλάμε για σχετικοποίηση της αλήθειας[23]. Από την άλλη μεριά στην περίπτωση της παγκοσμιοποίησης, η οποία υποτίθεται ότι ενθαρρύνει την ύπαρξη των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, στην πραγματικότητα η πολυμορφία υπονομεύεται, αφού η δυτική κουλτούρα εξαπλώνεται σε κάθε γωνιά της γης και ομογενοποιεί την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά[24]. Έτσι η Ορθοδοξία, τουλάχιστον όπως βιώνεται από τους πιστούς, χάνει την ιδιαιτερότητά της και ταυτόχρονα την αυθεντικότητα της, με συνέπεια η Εκκλησία σήμερα να αρνείται κάθε τι το νέο και να κλείνεται ερμητικά όχι στον εαυτό της αλλά στο παρελθόν της. Με ποιο τρόπο όμως οι σύγχρονες προκλήσεις θα γίνουν προσκλήσεις; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός της Πεντηκοστής, καθώς και στη θεολογία του προσώπου. Στο γεγονός της Πεντηκοστής όχι μόνο καταφάσκεται η ετερότητα, αλλά η ετερότητα είναι η βασική προϋπόθεση για την οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Η οικουμενικότητα δεν έχει καμία σχέση με την ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης, αφού δεν σημαίνει την επιβολή ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού μοντέλου σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά τη μετατροπή ολόκληρου του κόσμου σε μία πολυμορφική κοινότητα, η οποία θα εκφράζει με ποικίλους τρόπους την ουσία του εκκλησιαστικού τρόπου ύπαρξης, δηλαδή την ενότητα μέσα από την ποικιλία. Το ίδιο ακριβώς εκφράζει και η θεολογία των Πατέρων για τη μοναδικότητα του προσώπου, η οποία οδηγεί στην ενότητα δια της ποικιλίας. Είναι αυτό που πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος πρώην Αμερικής Δημήτριος «ενοριακός πλουραλισμός»[25]. Εφόσον η Εκκλησία εξ’ ορισμού είναι κοινότητα, η ποικιλία θεωρείται προϋπόθεση της ύπαρξης της. Η ομοιομορφία δεν συνιστά κοινότητα αλλά μάζα. Το σημείο κλειδί βρίσκεται στην έννοια της διαφορετικότητας, με την οποία εννοούμε τη συμπληρωματική διαφορά και όχι την αντίθεση. Είναι σαν τις φωνές μιας πολυφωνικής χορωδίας. Η διαφορά των μπάσων από τις σοπράνο και αυτών από τις άλτο και τους τενόρους είναι συμπληρωματική, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται η μεγαλοπρέπεια της μουσικής σύνθεσης. Η συμπληρωματική διαφορά δεν είναι μόνο θεμιτή αλλά και απαραίτητη, αφού ακόμα και σε βιολογικό επίπεδο η ζωή στον πλανήτη μας οφείλεται στην ποικιλομορφία.

Όσον αφορά στις μη χριστιανικές κοινωνίες, η ιεραποστολή ήταν από αιώνες η ανταπόκριση της Εκκλησίας στο θαύμα της Πεντηκοστής. Το ζήτημα σήμερα βρίσκεται στο τρόπο που γίνεται η ιεραποστολή. Θα πρέπει να χρησιμοποιείται η ντόπια κουλτούρα των ιθαγενών ή όπως λέγεται σήμερα εμπολιτισμός (inculturation) ή όχι; Όπως αναφέραμε και στο πρώτο μέρος της εργασίας ο πολιτισμός είναι ανθρώπινο δημιούργημα και ως τέτοιο είναι οπωσδήποτε σχετικό. Κατά την άποψή μας, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυτίζεται με τις απόλυτες και καθολικές αλήθειες που θέλει να εκφράσει. Ο πολιτισμός συνιστά την μορφή, η αλήθεια συνιστά την ουσία. Η αλήθεια είναι ο επιβάτης, ο πολιτισμός είναι το μεταφορικό μέσον και το καθήκον της Εκκλησίας είναι να μεταφέρει τον επιβάτη σώο και αβλαβή στον προορισμό του. Εάν η Εκκλησία είναι η κοινότητα η οποία μεταφέρει ανά τους αιώνες το μήνυμα του Χριστού στον κόσμο, θα πρέπει το μήνυμα να γίνεται κατανοητό από όλους τους λαούς. Αλλιώς θα ήταν σαν να τους ζητάμε να πιστέψουν σε κάτι που δεν καταλαβαίνουν, με άλλα λόγια να δεχθούν μία επιφανειακή συνήθεια, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το λυτρωτικό και βιωματικό γεγονός της πίστης. Αν θέλει ο Αφρικανός να κατανοήσει την ενανθρώπιση του Χριστού και να νιώσει ότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος σαν και εμάς, θα πρέπει να μπορεί να ζωγραφίσει έναν Χριστό με αφρικάνικα χαρακτηριστικά. Αυτή η έκφραση σε καμία περίπτωση δεν αλλοιώνει την αλήθεια της ενανθρώπισης.

Η άποψη του Κλάψη ότι ο Θεός είναι παρών σε όλους τους πολιτισμούς και πιθανώς σε όλες τις θρησκείες[26], σαφώς συσχετίζεται με την άποψη ότι κάθε πολιτισμός έχει τα θετικά του και τα αρνητικά του στοιχεία[27]. Τα θετικά στοιχεία ενός πολιτισμού, αυτά που προάγουν την εξέλιξη του ανθρώπου ως προσώπου, αποτελούν μέρος της καθολικής αλήθειας και δεν μπορεί παρά να δηλώνουν την παρουσία του Θεού στους πολιτισμούς αυτούς. Η Εκκλησία θα πρέπει να εντοπίσει αυτά τα στοιχεία και να τα αξιοποιήσει προς όφελος των πιστών[28]. Η πολιτισμική ιδιαιτερότητα κάθε τοπικής Εκκλησίας, όταν αυτή δεν έχει απολέσει την αλήθεια του Ευαγγελίου, αναδεικνύει την καθολικότητα της Εκκλησίας και τον πλούτο της. Για τον λόγο αυτό και κάθε τοπική Εκκλησία είναι ολόκληρη η Εκκλησία του Χριστού.

Εάν δεχθούμε ότι ο πολιτισμός είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που υπάρχει ένας λαός, αυτό σημαίνει ότι ο πολιτισμός συνίσταται από έναν πυρήνα και τα περιφερειακά στοιχεία του, με άλλα λόγια από την ουσία και τη μορφή. Η ουσία είναι η κοσμοθεωρία ενός πολιτισμού π.χ. η ατομοκεντρική φιλοσοφία του. Τα περιφερειακά στοιχεία είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν τον ατομοκεκτρισμό μιας κουλτούρας π.χ. η γλώσσα. Με βάση αυτή τη λογική, η Εκκλησία οφείλει να χρησιμοποιήσει τα περιφερειακά πολιτιστικά στοιχεία ενός πολιτισμού για λόγους κατανόησης, οικειότητας και πλουραλισμού, ενώ η ουσία της συγκεκριμένης κουλτούρας, εφόσον έρχεται σε αντίθεση με την αλήθεια του Ευαγγελίου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Με αυτήν την έννοια οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν τον ελληνικό πολιτισμό. Δεν πήραν την ουσία του, αφού έρχονταν σε αντίθεση με τη χριστιανική θεώρηση του κόσμου, αλλά την ορολογία του, στην οποία προσέδωσαν νέα σημασία. Υιοθετώντας τα περιφερειακά πολιτισμικά στοιχεία και μετατρέποντάς τα σε εργαλεία, το μήνυμα του Ευαγγελίου γίνεται κατανοητό από τους ανθρώπους κάθε πολιτισμού, και με αυτόν τον τρόπο μετουσιώνεται ο πυρήνας αυτού του πολιτισμού στην καθολική αλήθεια του Ευαγγελίου. Οι τέχνες, αλλά ιδιαίτερα η γλώσσα είναι ένα από σημαντικότερα μεταφορικά μέσα της αλήθειας, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας τη σημασία του κηρύγματος.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφέρουμε την μεταμορφωτική ιδιότητα του Ευαγγελίου και μάλιστα ενόψει των έσχατων καιρών[29]. Στόχος της Εκκλησίας είναι η σωτηρία των ανθρώπων. Σύμφωνα με την χριστιανική πίστη, η περίοδος που διανύουμε από την Ανάσταση του Χριστού και μετά, είναι μια περίοδος δημιουργικής αναμονής, κατά την οποία η Εκκλησία έχει ως σκοπό να βοηθήσει τους ανθρώπους να προσοικειωθούν τη σωτηρία που πραγμάτωσε ο Χριστός με την Ανάστασή Του. Για τον λόγο αυτόν «… εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον…»[30] και ύστερα θα πραγματοποιηθεί η Δευτέρα Παρουσία. Όπως φαίνεται και από το θαύμα της Πεντηκοστής, ο στόχος της Εκκλησίας δεν είναι να φέρει τους ανθρώπους κοντά στον Χριστό, άλλα να φέρει τον Χριστό κοντά στους ανθρώπους. Αν χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Γιανναρά, ότι δηλαδή η Εκκλησία είναι η παρατεινόμενη συνέχεια της Ενανθρώπισης του Χριστού[31], τότε δεν είναι οι άνθρωποι που θα πλησιάσουν την Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία που θα αναζητήσει και θα πλησιάσει τους ανθρώπους. Για τον λόγο αυτό οφείλει και πρέπει να χρησιμοποιήσει τα μέσα εκείνα που θα τη βοηθήσουν, ώστε οι άνθρωποι να γνωρίσουν τον Χριστό και να βιώσουν την αλήθεια Του.

Η ιεραποστολή είναι η έμπρακτη αναζήτηση και το πλησίασμα της Εκκλησίας στους ανθρώπους άλλων πολιτισμών και θρησκειών. Το κήρυγμα και η προσφορά έργου σε αυτές τις περιοχές είναι τα κυριότερα εργαλεία της. Για τον λόγο αυτόν είναι εξαιρετικής σημασίας η μεταφορά των λόγων του Κυρίου σε μία γλώσσα κατανοητή από τους ντόπιους πληθυσμούς, με μία θεολογία, η οποία μένοντας πιστή στις δογματικές της αρχές, θα χρησιμοποιεί σύγχρονους όρους ώστε όχι μόνο να γίνει κατανοητή αλλά και πιστευτή από τους ανθρώπους του 21οι αι. Η εξαγγελία των έσχατων στην ιστορία δεν μπορεί πλέον να γίνεται με όρους εκατοντάδων αιώνων παλαιότερους[32]. Η Εκκλησία είναι ή οφείλει να είναι στραμμένη προς το μέλλον και αυτό δεν θα πρέπει να είναι μία θεωρητική διδασκαλία, αλλά μία έμπρακτη πραγματικότητα. Χρησιμοποιώντας παλαιούς όρους, μουσειοποιούμε τον ίδιο τον Χριστό, με άλλα λόγια τον βγάζουμε εκτός ιστορίας. Η εμμονή στην παράδοση είναι μία παρεξηγημένη υπόθεση. Εάν παράδοση είναι οι αλήθειες που παραλάβαμε από τους παλαιότερους, τις αλήθειες αυτές μας τις παρέδωσαν εκφρασμένες με τον τρόπο που ταίριαζε στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής εκείνης. Όταν η Εκκλησία μιμείται το παρελθόν, δεν εμμένει στην αλήθεια, αλλά σε έναν τρόπο έκφρασης ο οποίος είναι πλέον παρωχημένος.

Είναι προφανές ότι η σχέση Εκκλησίας και κόσμου, είναι μια σχέση που θα πρέπει να στηριχθεί στον διάλογο. Ο διάλογος υποδηλώνει τη διάκριση μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου και όχι τη διάσταση[33]. Η Εκκλησία είναι μία ενδοκοσμική και όχι απόκοσμη ή εκκοσμικευμένη πραγματικότητα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κ. Αγόρας[34] και αποτελείται από αγίους και αμαρτωλούς, ενώ ο κόσμος είναι το σύνολο των ανθρώπων πιστών και μη πιστών, Χριστιανών και μη Χριστιανών. Κατά συνέπεια η Εκκλησία είναι μέρος-αν και όχι μόνο- αυτού του κόσμου, άρα δεν μπορεί να υπάρχει διάσταση αλλά διάκριση. Αν σήμερα η Εκκλησία είναι μέρος του κόσμου, ο τελικός της στόχος είναι να κάνει τον κόσμο μέρος της Εκκλησίας.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στις σελίδες αυτής της σύντομης παρουσίασης για τη σχέση της Εκκλησίας με τους πολιτισμούς, αρχικά αναφερθήκαμε στη μακρόχρονη παράδοση της Εκκλησίας στο θέμα αυτό. Είδαμε πως από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της, την ημέρα δηλαδή της Πεντηκοστής, οι Απόστολοι μίλησαν στις διαφορετικές γλώσσες του πολυπολιτισμικού ακροατηρίου τους, προκειμένου να γίνουν κατανοητοί. Την ίδια στάση, την υιοθέτηση δηλαδή των πολιτισμών, κράτησε η Εκκλησία τόσο κατά τους αποστολικούς χρόνους, με αποκορύφωμα το παράδειγμα της αποστολικής συνόδου, όσο και στα μετέπειτα χρόνια με τους Απολογητές και τους Καππαδόκες Πατέρες, αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια των ιεραποστολικών της εξόδων, με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα των Κυρίλλου και Μεθόδιου.

Στη συνέχεια αναφερθήκαμε στο ζήτημα της απολυτοποίησης ενός πολιτισμού, ένα θέμα που συνδέεται άμεσα με τη σχέση της αλήθειας της Εκκλησίας με τον πολιτισμό που θέλει να εκφράσει αυτή την αλήθεια και είδαμε πως το μήνυμα του Ευαγγελίου δεν ταυτίζεται σε καμία περίπτωση με τον πολιτισμό, αλλά ο πολιτισμός μπορεί και οφείλει να γίνει ο φορέας του ευαγγελικού μηνύματος. Η αλήθεια του Ευαγγελίου δεν αλλοιώνεται από την έκφραση του σε διαφορετικές κουλτούρες, αφού αυτό που αλλάζει είναι η μορφή και όχι η ουσία, δηλαδή ο δογματικός πυρήνας. Η Εκκλησία και ο κόσμος δεν βρίσκονται σε διάσταση, αλλά σε διάκριση, αφού ο κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού και αντικείμενο της πρόνοιάς Του. Έτσι η Εκκλησία, ενόψει μάλιστα και της εσχατολογικής θεώρησης της ιστορίας, εφόσον αγωνίζεται να προετοιμάσει τον κόσμο για τη Βασιλεία του Θεού, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τον εκάστοτε πολιτισμό για να πετύχει τον στόχο της και να υιοθετήσει νέους τρόπους έκφρασης, αποφεύγοντας τον μιμητισμό και την παραδοσιαρχία. Είναι ιδιαίτερα οξύμωρο το γεγονός σήμερα η Εκκλησία, με τόσους αιώνες ύπαρξης να φοβάται το καινούργιο, όταν στα πρώτα της βήματα δεν φοβήθηκε να ανοιχθεί στον κόσμο και να εκφραστεί με επαναστατικούς για την εποχή της τρόπους. Το παρελθόν χρησιμεύει για να μας ανοίγει το δρόμο προς το μέλλον, όχι για να μας καθηλώνει σε αυτό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δημητρίου, Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής, «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σ’ ένα πλουραλιστικό κόσμο», στο Εμμανουήλ Κλάψη (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο. Ένας οικουμενικός διάλογος, Πρόλογος Νίκου Κοτζιά, μτφρ. Αριάδνης Αλαβάνου,(Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη,2006)39-52.

Αγόρα Κ., «Διαλογική επικαιροποίηση της χριστιανικής παράδοσης και

συστηματική θεολογία», Σύναξη 139, (2016)24-39.

Αναστασίου (Γιαννουλάτου), Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία,(Αθήνα: Εκδόσεις Ακρίτας, 2000).

Γιανναρά Χ., «Εκκλησία και Πολιτισμός», Σύναξη 88(2003)11-17.

Παπαθανασίου Θ., «Πολιτισμοί και Ευαγγέλιο: και κατάφαση και ένταση», Ανθίβολα 2(2018)9-12.

Χόντρ Γεωργίου, «Πολιτισμός και Εκκλησία», μτφρ., Ι. Κ. Παπαδόπουλου, Σύναξη 88(2003)18-20.

Clapsis E., «Gospel and cultures: An Eastern Orthodox Perspective», στο Ioan Sauca επιμ. έκδ., Orthodoxy and Cultures: Inter-Orthodox Consultation on Gospel and Cultures(Geneva:WCC, 1996)6-25.


Υποσημειώσεις

[1]Δημητρίου, Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής, «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σ’ ένα πλουραλιστικό κόσμο», 48.

[2] Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία,( Αθήνα: Εκδόσεις Ακρίτας, 2000)120.

[3] Χόντρ, Γεωργίου «Πολιτισμός και Εκκλησία», μτφρ., Ι. Κ. Παπαδόπουλου, Σύναξη, 88( 2003)19.

[4] Α΄Κορ. θ΄, 20.

[5] Δημητρίου, Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής, «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σ’ ένα πλουραλιστικό κόσμο»,42.

[6] Οπ.,43.

[7]E. Clapsis, «Gospel and cultures: An Eastern Orthodox Perspective», στο Ioan Sauca επιμ.έκδ., Orthodoxy and Cultures: Inter-Orthodox Consultation on Gospel and Cultures(Geneva: WCC, 1996)15.

[8] Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία,122.

[9] Δημητρίου, Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής, «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σ’ ένα πλουραλιστικό κόσμο»,49.

[10] Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία,123.

[11] Χ. Γιανναρά, «Εκκλησία και Πολιτισμός», Σύναξη 88( 2003)12.

[12] Οπ.,11.

[13] Οπ.,13.

[14] Οπ.,17.

[15] Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία,120.

[16] E. Clapsis, «Gospel and cultures: An Eastern Orthodox Perspective», 19.

[17] Θ. Παπαθανασίου, «Πολιτισμοί και Ευαγγέλιο: και κατάφαση και ένταση», Ανθίβολα 2(2018)

[18] Χόντρ, Γεωργίου «Πολιτισμός και Εκκλησία»,19.

[19] Χ. Γιανναρά, «Εκκλησία και Πολιτισμός», Σύναξη 88( 2003)15.

[20] Οπ.,16.

[21]Οπ.,12.

[22] Δημητρίου, Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής, «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σ’ ένα πλουραλιστικό κόσμο»,46.

[23]E. Clapsis, «Gospel and cultures: An Eastern Orthodox Perspective»,7.

[24] Οπ.,10.

[25] Δημητρίου, Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής, «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σ’ ένα πλουραλιστικό κόσμο»,50.

[26] E. Clapsis, «Gospel and cultures: An Eastern Orthodox Perspective», 16.

[27] Οπ.,11.

[28] Οπ., 6.

[29] Αναστασίου Γιαννουλάτου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία,128.

[30] Μρκ.ιγ΄10.

[31] Χ. Γιανναρά, «Εκκλησία και Πολιτισμός», Σύναξη 88( 2003)11

[32] Κ. Αγόρα, «Διαλογική επικαιροποίηση της χριστιανικής παράδοσης και συστηματική θεολογία», Σύναξη 139, (2016)33.

[33] Οπ.,27.

[34] Οπ., 37.


[1] Δημητρίου, Αρχιεπισκόπου πρώην Αμερικής, «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες σ’ ένα πλουραλιστικό κόσμο», στο Εμμανουήλ Κλάψη (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο. Ένας οικουμενικός διάλογος, Πρόλογος Νίκου Κοτζιά, μτφρ. Αριάδνης Αλαβάνου,(Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη,2006)47.

Subscribe to our newsletter