Η εμπλοκή της Εκκλησίας στο γεωπολιτικό ζήτημα των Σκοπίων
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ...................................................................................................................2
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ………………………………………………………………………….3
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ……………………………………...………5
Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ………………………………………………………………………….….7
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ………………………………………………………...9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων, απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια την πολιτική σκηνή. Η δυσκολία του, έγκειται αφενός στην άμεση εμπλοκή πολλών κρατών και αφετέρου στο έμμεσο αλλά ισχυρό ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τις μεγάλες δυνάμεις. Στις μέρες μας, υπάρχει μία αναζωπύρωση του θέματος, εξαιτίας των πρωτοβουλιών της κυβέρνησης για την επίλυσή του, ενόψει μάλιστα και της συμφωνίας των Πρεσπών.Αυτό όμως που δεν είναι σχεδόν καθόλου γνωστό στον απλό πολίτη, είναι η εμπλοκή της Εκκλησίας στο συγκεκριμένο ζήτημα. Έτσι, είναι εύλογη η απορία του, για ποιους λόγους και με ποιόν τρόπο δημιουργήθηκε η εμπλοκή αυτή.
Αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, προκειμένου να κατανοήσουμε το θέμα μας, είναι ότι κύριο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας είναι ο οικουμενικός της χαρακτήρας, η διαφύλαξη της ενότητάς της και η αυθεντικότητα της ουσίας της. Η Εκκλησία βρίσκεται πάνω από πολιτικές και εθνικές σκοπιμότητες. Είναι ο οργανισμός εκείνος που διαφυλάσσει, βιώνει και εξαπλώνει το μήνυμα του Χριστού, το οποίο είναι υπερεθνικό και πανανθρώπινο. Γιατί «οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ».[1]
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, «Μακεδονία» ονομάζονταν τα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και της περιοχής των Σκοπίων[2]. Θα πρέπει να διευκρινιστεί όμως, ότι η ονομασία αυτή είχε αυστηρά γεωγραφική και όχι εθνική σημασία[3]. Μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Οθωμανών και την ίδρυση του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων το 1918, οι εκτός της ελληνικής επικράτειας περιοχές της «Μακεδονίας», παραχωρήθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην «Αυτοκέφαλη Ενωμένη Ορθόδοξη Σερβική Εκκλησία»[4].
Με το τέλος του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, το βασίλειο της Σερβίας, χωρίς εδαφικές διαφοροποιήσεις, μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία[5]. Στις 29 Νοεμβρίου του 1943, συνήλθε σύνοδος των παρτιζάνων με επικεφαλής τον Τίτο, η οποία αποφάσισε τη δημιουργία ομοσπονδιακού κράτους[6]. Η περιοχή της παλαιάς ή νότιας Σερβίας, βαπτίστηκε « Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και αποτέλεσε μία από τις ομοσπονδίες του κράτους της Γιουγκοσλαβίας[7].
Στη φάση αυτή, ξεκινά και η εμπλοκή της Εκκλησίας. Με την υποστήριξη του καθεστώτος, ιδρύεται η « επιτροπή πρωτοβουλίας για την οργάνωση Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Μακεδονία»[8], η οποία συγκαλεί στα Σκόπια το 1945, κληρικολαϊκή συνέλευση, η οποία αποφασίζει την ίδρυση της «Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Μακεδονίας»[9]. Η Εκκλησία της Σερβίας, στην οποία υπάγονταν οι περιοχές τις οποίες διεκδικούσε η «Μακεδονική» Εκκλησία, καταδίκασε την ενέργεια[10]. Στις 19 Ιουλίου του 1967, η κληρικολαϊκή συνέλευση ανακήρυξε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της « Μακεδονίας»[11]. Η Εκκλησία της Σερβίας, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, κήρυξε την « Μακεδονική» Εκκλησία «σχισματική θρησκευτική οργάνωση», με άμεση συνέπεια τη διακοπή κάθε σχέσης με αυτήν[12].
Είναι φανερό, ότι η εμπλοκή της Εκκλησίας οφείλεται στους πολιτικούς παράγοντες που για δικό τους συμφέρον την εγκλώβισαν σε ένα ζήτημα καθαρά πολιτικό. Η εκκλησιαστική χρήση του ονόματος της Μακεδονίας, θα αποτελούσε μια σημαντική επιβεβαίωση της ύπαρξης μίας μακεδονικής εθνότητας στην περιοχή των Σκοπίων.
Σήμερα, υπάρχουν κύκλοι που ασκούν πιέσεις προκειμένου να προηγηθεί η εκκλησιαστική λύση έναντι της πολιτικής[13]. Ωστόσο, βασική αρχή για τη διευθέτηση των διοικητικών εκκλησιαστικών θεμάτων στην Εκκλησία, είναι η αρχή του Φωτίου, σύμφωνα με την οποία τα εκκλησιαστικά ζητήματα, θα πρέπει να μεταβάλλονται σύμφωνα με τις πολιτικές εξελίξεις[14]. Η πρακτική αυτή, είναι κατά πολύ αρχαιότερη του Φωτίου, αφού η μητροπολιτική οργάνωση στηρίχθηκε στη διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους στις επαρχίες[15] και αφορά σε ζητήματα των γεωγραφικών ορίων μιας τοπικής Εκκλησίας[16], όπως άλλωστε φαίνεται και από τον 38ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου[17] και δεν έχει την έννοια της συμμόρφωσης της Εκκλησίας με την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ
Η έννοια του αυτοκέφαλου, αποτέλεσε βασικό όργανο της διοικητικής οργάνωσης της Εκκλησίας. Οι ρίζες της βρίσκονται στον θεσμό της Πενταρχίας[18]. Αν και έγινε προς χάριν οργανωτικών ευκολιών διοίκησης, με το πέρασμα των αιώνων, τα κίνητρα αίτησης του αυτοκέφαλου αλλοιώθηκαν εξαιτίας εθνικών ή πολιτικών διεκδικήσεων[19]. Για τον λόγο αυτόν, η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να αναζητά συγκεκριμένες προϋποθέσεις και να τηρεί ιδιαίτερες διαδικασίες, προκειμένου να παραχωρήσει το αυτοκέφαλο σε μία τοπική Εκκλησία.
Το μόνο κανονικό όργανο που μπορεί να προβεί σε ανακήρυξη αυτοκέφαλου είναι η Οικουμενική Σύνοδος ή η Πανορθόδοξη Σύνοδος των Εκκλησιών[20]. Η εκκίνηση των διαδικασιών ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης[21], το οποίο οφείλει να συγκαλέσει την Οικουμενική ή την Πανορθόδοξη Σύνοδο. Σε περίπτωση που δεν ακολουθηθούν οι συγκεκριμένες διαδικασίες, δεν μπορεί να υπάρξει κανονικό αυτοκέφαλο.
Εκτός από αυτές τις διαδικασίες, η τοπική Εκκλησία που ζητά το αυτοκέφαλο, θα πρέπει να έχει συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια, να υπάρχει η δυνατότητα κανονικής άσκησης του δικαίου των χειροτονιών και των κρίσεων των επισκόπων, αποδεδειγμένοι ποιμαντικοί λόγοι που επιβάλλουν την παραχώρηση της αυτοκεφαλίας και ο λόγος για τον οποίο ζητείται το αυτοκέφαλο να μην προσκρούει στους ιερούς κανόνες[22].
Στην περίπτωση των Σκοπίων δεν υπάρχουν οι κανονικές προϋποθέσεις που απαιτούνται. Η Σερβική Εκκλησία, παρά τις πρωτοφανείς πιέσεις που της ασκήθηκαν από πολιτικούς παράγοντες, για να παραχωρήσει αυτοκεφαλία, (πράγμα που από μόνο του συνιστά αντικανονική ενέργεια, αφού προσκρούει στον 30ο Αποστολικό κανόνα, καθώς και στον 8ο κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου)[23], ποτέ δεν έδωσε τη συγκατάθεση της. Εκτός αυτού, δεν υπήρχαν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις. Μετά το 1918 και την ίδρυση του Βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920, αποφάσισε την παραχώρηση στη Σερβική Εκκλησία των Μητροπόλεων και επισκοπών που περιελάμβανε το νέο βασίλειο. Από την εποχή εκείνη και μέχρι το 1967, δεν υπήρξε καμία εδαφική διαφοροποίηση στο κράτος της Σερβίας, παρά μόνο η διαφοροποίηση του ονόματός της[24]. Άρα, δεν υπήρχε καμία κανονική ανάγκη αλλαγής της μέχρι τότε καταστάσης.
Παράλληλα, δεν υπήρχε η απαιτούμενη αυτάρκεια για το ζήτημα τόσο των χειροτονιών, όσο και της κρίσης των επισκόπων. Ο ελάχιστος αριθμός επισκόπων που απαιτείται σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο και συγκεκριμένα με τον 4ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, καθώς και με τους 13ο και 49ο κανόνα της Καρθαγένης, είναι τρείς εκτός από τον Μητροπολίτη[25]. Η ίδια ανεπάρκεια, υπήρχε και στο σύνολο των ιερέων που εμψύχωναν την Εκκλησία της « Μακεδονίας»[26], αλλά και στον αριθμό των ναών, από τον οποίο μάλιστα προκύπτει, ότι στους περισσότερους δεν υπήρχαν ιερείς για να λειτουργήσουν[27]. Κατά συνέπεια, όχι μόνο δεν θα ανακουφίζονταν οι ποιμαντικές ανάγκες του ποιμνίου, αλλά αντίθετα θα δημιουργούνταν νέες.
Όσον αφορά στον τομέα της συμφωνίας με την αυθεντική κανονική παράδοση, υπήρχε και εκεί σοβαρότατο κώλυμα, γιατί από όλες τις ενέργειες, τη μεθόδευση, τη χρονική στιγμή που δημιουργήθηκε το ζήτημα καθώς και τις απαράδεκτες επεμβάσεις κρατικών παραγόντων ακόμα και του ίδιου του Στρατάρχη Τίτο, γίνεται φανερό ότι το κίνητρο της δημιουργίας της νέας Εκκλησίας δεν ήταν οι ποιμαντικές ανάγκες, αλλά ο εθνικισμός και οι επεκτατικές βλέψεις της πολιτικής εξουσίας, πράγμα που όπως θα δούμε και στη συνέχεια, προσκρούει στην αίρεση του εθνοφυλετισμού.
Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΦΥΛΕΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ
Η χρήση του όρου «έθνος» στον 34ο Αποστολικό κανόνα, έδωσε πολλές φορές την αφορμή να χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση εθνικών ή εθνικιστικών βλέψεων. Θα πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός, ότι η συγκεκριμένη λέξη, δεν είχε πάντα την ίδια ακριβώς σημασία, αλλά ανάλογα με τις περιστάσεις, λάμβανε και διαφορετικές αποχρώσεις. Κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η λέξη συνδέονταν με την πολιτική και θρησκευτική ταυτότητα και όχι με τη φυλετική καταγωγή[28]. Με αυτήν την έννοια της πολιτικής κυρίως οργάνωσης, χρησιμοποιείται στον 34ο αποστολικό κανόνα. Γι’ αυτό και ο εν λόγω κανόνας ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τον 9ο κανόνα της συνόδου της Αντιόχειας, στον οποίο φαίνεται καθαρά ότι η περιοχή ποιμαντικής ευθύνης των επισκόπων είναι η διοικητική τους περιφέρεια και όχι το έθνος με τη φυλετική σημασία[29]. Το ίδιο ισχύει και για τους κανόνες 14ο και 35ο από τους Αποστολικούς, 6ο, 8ο, 15ο της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, 2ο της Β΄ 8ο της Γ΄ και 5ο, 12ο και 28ο της Δ΄ Οικουμενικής.
Με τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία των εθνικών κρατών, η έννοια του έθνους, άρχισε να συνδέεται στενότερα με τα φυλετικά χαρακτηριστικά και να δημιουργούνται οι πρώτες εθνικιστικές εξάρσεις στην περιοχή των Βαλκανίων. Έτσι η διεκδίκηση της δημιουργίας ανεξάρτητων εθνών-κρατών, πέρασε στο αίτημα για τη δημιουργία ανεξάρτητων – αυτοκέφαλων - εθνικών Εκκλησιών.
Η περίπτωση της Εκκλησίας της Ελλάδας είναι αρκετά χαρακτηριστική, αφού αμέσως μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1833, ακολούθησε και η αντικανονική ανακήρυξη του αυτοκέφαλου[30]. Το παράδειγμα της Ελλάδας, έδωσε την αφορμή για το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Βουλγαρίας[31]. Προκειμένου να επιτευχθούν οι εθνικιστικοί τους στόχοι, σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν την ίδρυση μιας ανεξάρτητης - αυτοκέφαλης - Εκκλησίας[32]. Το προφανές των εθνικιστικών κίνητρων αυτής της ενέργειας, προκάλεσε την περίφημη σύνοδο του 1872 στην Κωνσταντινούπολη, με την οποία καταδικάστηκε ο εθνοφυλετισμός ως αίρεση.
Όσον αφορά στις αποφάσεις της συνόδου, συνοπτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι ο εθνοφυλετισμός αλλοιώνει την έννοια της τοπικής Εκκλησίας, πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι εκκλησιαστικές διοικητικές δομές ανά τους αιώνες και κατά συνέπεια τραυματίζει την ενότητά της, καταργώντας με αυτόν τον τρόπο την αρχή της Οικουμενικότητας[33]. Η Εκκλησία, για καθαρά πρακτικούς λόγους, προχώρησε στην ίδρυση τοπικών Εκκλησιών, με κριτήρια πάντοτε γεωγραφικά και ποτέ φυλετικά, πράγμα που επιβεβαιώνεται από ένα πλήθος κανόνων σχετικών με το ζήτημα[34]. Παράλληλα τονίζεται ότι εκεί που υπάρχουν χαρακτηρισμοί όπως «λατινική» κ.α., δηλώνεται διαφορά δόγματος και όχι εθνικότητας, ενώ όσον αφορά στη δυνατότητα της αυτοκεφαλίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά για το ζήτημα που διαπραγματευόμαστε, η διευκρίνιση ότι η ονομασία π.χ. «Εκκλησία της Ελλάδας», δεν έχει φυλετική έννοια αλλά είναι δηλωτική των ορίων μιας συγκεκριμένης επικράτειας[35].
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερή η αντικανονικότητα της απόφασης των Σκοπίων του 1967 και η σύνδεσή της με την αίρεση του εθνοφυλετισμού. Εφόσον το Οικουμενικό Πατριαρχείο από το 1920 και μετά την ανακήρυξη του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, είχε παραχωρήσει την αυτοκεφαλία στη Σερβική Εκκλησία και η περιοχή των Σκοπίων βρίσκονταν μέσα στα όρια της επικράτειας του συγκεκριμένου Βασιλείου και της δικαιοδοσίας της Σερβικής Εκκλησίας, δεν υπήρχαν ακάλυπτες ποιμαντικές μέριμνες.
Η απόφαση του Τίτο να οργανώσει το κράτος του σε ομοσπονδιακή βάση και να ονομάσει την περιοχή των Σκοπίων «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», εξυπηρετούσε εθνικιστικούς και επεκτατικούς στόχους.
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΧΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ
Πάγια θέση της Εκκλησίας είναι ότι για να λυθεί το εκκλησιαστικό ζήτημα, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η λύση του πολιτικού. Συνεπώς η πρώτη απαραίτητη προϋπόθεση παραχώρησης του αυτοκέφαλου είναι η λύση του πολιτικού ζητήματος.
Στη συνέχεια, η «Μακεδονική Εκκλησία» θα πρέπει πρώτα να επανέλθει σε καθεστώς κανονικότητας, αφού με την απόφαση της συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας του 1967 η συγκεκριμένη Εκκλησία ορίσθηκε ως «σχισματική θρησκευτική οργάνωση». Από εκεί και πέρα, εάν επιμείνει στο ζήτημα της αυτοκεφαλίας, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να ακολουθηθούν όλες οι κανονικές διαδικασίες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν θα πρόκειται για αναγνώριση, αλλά για παραχώρηση αυτοκεφαλίας, αφού η Εκκλησία έχει ήδη αποφασίσει την αντικανονικότητα της αυτοκεφαλίας του 1967.
Σύμφωνα λοιπόν με τις κανονικές διαδικασίες, η Σερβική Εκκλησία σε πρώτο βαθμό, ως μητέρα Εκκλησία και αμέσως μετά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θα πρέπει να εξετάσουν το ζήτημα της αυτοκεφαλίας. Εφόσον η Σερβική Εκκλησία συμφωνήσει και στείλει το αίτημα της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τότε με πρωτοβουλία του Πατριαρχείου θα πρέπει να συγκληθεί Οικουμενική ή Πανορθόδοξη Σύνοδος, η οποία είναι το αποκλειστικό όργανο παραχώρησης αυτοκεφαλίας.
Τίθεται βέβαια το ερώτημα, τι έχει αλλάξει σήμερα, από την εποχή που η κληρικολαϊκή Συνέλευση του 1967, ανακήρυξε την αυτοκεφαλία. Η κυριότερη αλλαγή που έγινε αφορά στο θέμα της κρατικής υπόστασης των Σκοπίων. Όπως είναι γνωστό, μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1990-1995, το ομοσπονδιακό κράτος της Γιουγκοσλαβίας διαλύθηκε και τη θέση της κατέλαβαν μικρότερα, ανεξάρτητα μεταξύ τους κράτη. Δημιουργήθηκε έτσι το κράτος των Σκοπίων. Η μετατροπή του ομόσπονδου κρατιδίου της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στο ανεξάρτητο κράτος της F.Y.R.O.M, συνεπάγεται αλλαγή πολιτικής κατάστασης με συνέπεια και την αλλαγή των εδαφικών ορίων, πράγμα που μας επιτρέπει, να θεωρήσουμε ότι υπάρχει η μία προϋπόθεση αλλαγής και της εκκλησιαστικής κατάστασης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτονόητα πρέπει να παραχωρηθεί το αυτοκέφαλο, ακόμα και αν υπήρχαν και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις. Η Σύνοδος της Εκκλησίας είναι αυτή που θα αποφασίσει αν είναι προς το συμφέρον της ενότητας της, η παραχώρηση ή μη του αυτοκέφαλου.
Όσον αφορά στις υπόλοιπες προϋποθέσεις, ιδιαίτερα στο ζήτημα της αυτάρκειας των επισκόπων, εφόσον δεν έχει αλλάξει ο αριθμός των επισκόπων δεν μπορεί να παραχωρηθεί αυτοκεφαλία. Αλλά το σπουδαιότερο κώλυμα, κατά την άποψη μας, βρίσκεται στο ζήτημα του εθνοφυλετισμού. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν ισχύει και σήμερα το εθνοφυλετικό κριτήριο, πίσω από ένα ενδεχόμενο αίτημα αυτοκεφαλίας. Αυτό που θα μπορούσαμε επιγραμματικά να επισημάνουμε είναι ότι ιδιαίτερη σημασία θα διαδραματίσει το όνομα με το οποίο θα ζητήσει η Εκκλησία των Σκοπίων να αναγνωριστεί. Η χρήση του ονόματος της «Μακεδονίας», περιέχει οπωσδήποτε ενδείξεις εθνικισμού. Εάν εξετάσουμε το θέμα ιστορικά, καμία από τις Μητροπόλεις που ανήκαν στην κανονική δικαιοδοσία της Σερβικής Εκκλησίας δεν είχε ποτέ το όνομα της «Μακεδονίας»[36].
Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη μας και τις αντιρρήσεις που ενδεχομένως θα προβάλλει η Εκκλησία της Ελλάδας, εάν ζητηθεί η αναγνώριση της Εκκλησίας των Σκοπίων με το όνομα της Μακεδονίας, αφού μάλιστα προϋπάρχει και η απόφαση της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας του 1967, σύμφωνα με την οποία υπάρχει κώλυμα με τις Μητροπόλεις της στην Μακεδονία[37].
Από την άλλη μεριά, αν η πολιτική διευθέτηση του ονοματολογικού, περιλαμβάνει το όνομα της Μακεδονίας, τότε τα πράγματα θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο, αφού θα υπάρχει το επιχείρημα της «τοπικότητας», που θα καλύψει ενδεχομένως το εθνοφυλετικό. Ένα επίσημα αναγνωρισμένο κράτος με ονομασία που θα περιέχει το όνομα της Μακεδονίας, δικαιολογείται να έχει και Εκκλησία με ανάλογη ονομασία, αφού ο όρος «Μακεδονική» θα δηλώνει τη τοπική δικαιοδοσία της συγκεκριμένης Εκκλησίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, κατά την άποψη μας και με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες, είναι δύσκολο η Ορθόδοξη Εκκλησία να αποφασίσει να παραχωρήσει αυτοκεφαλία στην Εκκλησία των Σκοπίων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πρωτεύουσα
Καινή Διαθήκη
Δευτερεύουσα
Αγγελόπουλου Α., «Το αυτοκέφαλο της “ Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας” επι τη βάσει των αποφάσεων της έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», Δελτίο Σλαβικής Βιβλιογραφίας 15 (1967)
Αγγελόπουλου Α., «Το εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας από του 1913 μέχρι σήμερον», Μακεδονικά 15(1976)
Αγγελόπουλου Α., «Κράτος Σκοπίων. Η λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος υπό τον προβολέα του πολιτικού ζητήματος», Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία», τ. Δ΄ ( Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου 2013)
Ακανθόπουλου Π., Κώδικας ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Κυριακίδη, 1991)
Καρπαθίου Ε., «Το Βουλγαρικόν σχίσμα», Θεολογία τ. Γ΄τ. 4 (1925)
Λόη Γ., « Ὀ ἀντίκτυπος τῆς ἰδρύσεως τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1870) στο πριγκιπάτο τῆς Σερβίας», Εκκλησιολόγος(2008), ανάτυπο,σ.1.
Λόη Γ., Ο πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός. Βίος- δράση(1958-1990) (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2007)
Λόη Γ., «Το «Μακεδονικό» ζήτημα από πολιτικής και εκκλησιαστικής πλευράς στην σερβική ιστοριογραφία», στο Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» τ. Ε΄ ( Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου,2014)
Νικολακάκη Δ., « Τό Αὐτοκέφαλον καί τό Αὐτόνομον στήν πορεία πρός τήν Ἁγία καί τήν Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Θεολογία τ. ΠΒ΄ τ.2 (2011)
Ντάλντα Ν., « Η Ορθόδοξη “ Διασπορά” στη Δύση», στο Ν. Ντάλντα, Η Ορθοδοξία στον 20ο αι. (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου,2001)
Ροδόπουλου Π., «Η γεωγραφική δικαιοδοσία κατά το Ορθόδοξον Κανονικόν Δίκαιον. Το φαινόμενον του εθνοφυλετισμού κατά τους προσφάτους χρόνους», Μελέται Β΄. Νομοκανονικά – Ιστορικοκανονικά και άλλα, (Θεσσαλονίκη :εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών 2008)
Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία6 ( Αθήνα: εκδ. Παπαδημητρίου,1998)
Β. Τζωρτζάτου, «Οἱ βασικοί θεσμοί διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, μετά ἱστορικῆς ἀνασκοπήσεως », Θεολογία τ. ΜΗ΄τ. 3 (1977)
Β. Φειδά, « “Τό Αὐτοκέφαλον” καί τό “Αὐτόνομον” ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία», Νέα Σιών 71(1979)
[1] Γαλ. γ΄28.
[2] Γ.Ν. Λόη, «Το «Μακεδονικό» ζήτημα από πολιτικής και εκκλησιαστικής πλευράς στην σερβική ιστοριογραφία», στο Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» τ. Ε΄ ( Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου,2014)89.
[3] Οπ., 89.
[4] Α. Αγγελόπουλου, «Κράτος Σκοπίων. Η λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος υπό τον προβολέα του πολιτικού ζητήματος», Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία», τ. Δ΄ ( Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου 2013)15.
[5] Οπ., 20.
[6] Γ. Ν. Λόη, Ο πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός. Βίος- δράση(1958-1990) (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2007) 353.
[7] Οπ., 354.
[8] Οπ., 355.
[9] Γ. Ν. Λόη, Ο πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός. Βίος- δράση(1958-1990) (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2007) 356.
[10] Γ. Ν. Λόη, Ο πατριάρχης των Σέρβων Γερμανός. Βίος- δράση(1958-1990) (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις αδελφών Κυριακίδη α.ε., 2007) 357.
[11] Οπ.,403-404.
[12] Οπ.,406.
[13] Α. Αγγελόπουλου, «Κράτος Σκοπίων. Η λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος υπό τον προβολέα του πολιτικού ζητήματος», Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία», τ. Δ΄ ( Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου 2013)11.
[14] Οπ.,11.
[15] Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία6 ( Αθήνα: εκδ. Παπαδημητρίου,1998)720.
[16]Π. Ροδόπουλου, «Η γεωγραφική δικαιοδοσία κατά το Ορθόδοξον Κανονικόν Δίκαιον. Το φαινόμενον του εθνοφυλετισμού κατά τους προσφάτους χρόνους», Μελέται Β΄. Νομοκανονικά – Ιστορικοκανονικά και άλλα, (Θεσσαλονίκη :εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών 2008)72.
[17] Π. Ακανθόπουλου, Κώδικας ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόμων (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Κυριακίδη, 1991) 137.
[18] Δ. Νικολακάκη, « Τό Αὐτοκέφαλον καί τό Αὐτόνομον στήν πορεία πρός τήν Ἁγία καί την Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» Θεολογία τ. ΠΒ΄ τ.2 (2011)199.
[19] Οπ.,199.
[20] Β. Φειδά, « “Τό Αὐτοκέφαλον” καί τό “Αὐτόνομον” ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία», Νέα Σιών 71(1979) 30.
[21] Οπ.,27.
[22] Β. Φειδά, « “Τό Αὐτοκέφαλον” καί τό “Αὐτόνομον” ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία», Νέα Σιών 71(1979) 28.
[23] Α. Αγγελόπουλου, «Το αυτοκέφαλο της “ Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας” επι τη βάσει των αποφάσεων της έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» Δελτίο Σλαβικής Βιβλιογραφίας 15 (1967)11.
[24] Α. Αγγελόπουλου, «Το εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας από του 1913 μέχρι σήμερον», Μακεδονικά 15(1976) 40.
[25] Α. Αγγελόπουλου, «Το αυτοκέφαλο της “ Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας” επι τη βάσει των αποφάσεων της έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας» Δελτίο Σλαβικής Βιβλιογραφίας 15 (1967) 8.
[26] Οπ.,9.
[27] Οπ.,9.
[28]Π. Ροδόπουλου, «Η γεωγραφική δικαιοδοσία κατά το Ορθόδοξον Κανονικόν Δίκαιον. Το φαινόμενον του εθνοφυλετισμού κατά τους προσφάτους χρόνους», Μελέται Β΄. Νομοκανονικά – Ιστορικοκανονικά και άλλα, (Θεσσαλονίκη :εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών 2008) 73.
[29] Ν. Ντάλντα, « Η Ορθόδοξη “ Διασπορά” στη Δύση», στο Ν. Ντάλντα, Η Ορθοδοξία στον 20ο αι. (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου,2001) 30.
[30] Β. Τζωρτζάτου, «Οἱ βασικοί θεσμοί διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, μετά ἱστορικῆς ἀνασκοπήσεως », Θεολογία τ. ΜΗ΄τ. 3 (1977) 453.
[31] Αρχ. Ἐ. Ἰ. Καρπαθίου, «Το Βουλγαρικόν σχίσμα», Θεολογία τ. Γ΄τ. 4 (1925) 364.
[32] Ν. Λόη, « Ὀ ἀντίκτυπος τῆς ἰδρύσεως τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1870) στο πριγκιπάτο τῆς Σερβίας», Εκκλησιολόγος (2008), ανάτυπο,σ.1.
[33] Ν. Ντάλντα, « Η Ορθόδοξη “ Διασπορά” στη Δύση», στο Ν. Ντάλντα, Η Ορθοδοξία στον 20ο αι. (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου,2001) 27,28.
[34] Ν. Ντάλντα, « Η Ορθόδοξη “ Διασπορά” στη Δύση», στο Ν. Ντάλντα, Η Ορθοδοξία στον 20ο αι. (Πάτρα: Ἔκδοση Ἑλληνικοῦ Ἀνοικτοῦ Πανεπιστημίου,2001) 28.
[35] Οπ.,28.
[36] Α. Αγγελόπουλου, «Το εκκλησιαστικό καθεστώς των Μητροπόλεων της Βορείου Μακεδονίας από του 1913 μέχρι σήμερον», Μακεδονικά 15(1976) 29.
[37] Α. Αγγελόπουλου, «Κράτος Σκοπίων. Η λύση του εκκλησιαστικού ζητήματος υπό τον προβολέα του πολιτικού ζητήματος», Επιστημονική Επιθεώρηση του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία», τ. Δ΄ ( Πάτρα: Έκδοση Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου 2013)12.
